«Το Κεφάλαιο γράφεται μέχρι σήμερα»

Γιάννης Μηλιός

Συνέντευξη στον Δημήτρη Ψαρρά για το Συνέδριο «150 χρόνια Καρλ Μαρξ Το Κεφάλαιο. Στοχασμοί για τον 21ο αιώνα», Εφημερίδα των Συντακτών 28-29/1/2017

Τι μπορεί να μας πει σήμερα ένα κείμενο 150 χρόνων;

Το Κεφάλαιο συνιστά μια μεγάλη θεωρητική τομή στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Ορίζει έναν νέο θεωρητικό σύστημα εννοιών, με βάση το οποίο μπορούμε να αποκρυπτογραφούμε την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, τον καπιταλισμό. Τον κάθε καπιταλισμό και όχι απλώς εκείνον της Αγγλίας του 19ου αιώνα, στον οποίο έζησε ο Μαρξ. Διότι αντικείμενο του Κεφαλαίου είναι, όπως λέει ο συγγραφέας του, ο «ιδεατός μέσος όρος» του καπιταλιστικού συστήματος, οι αιτιώδεις σχέσεις που λειτουργούν πίσω από την επιφάνεια του κάθε καπιταλισμού.

Το Κεφάλαιο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, ότι οι ταξικές σχέσεις εξουσίας που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα αποκτούν στο οικονομικό επίπεδο αναγκαστικά «πραγμώδη» μορφή, δηλαδή εμφανίζονται ως χρήμα που παράγει περισσότερο χρήμα, ως ένα «πράγμα» που αποτιμά τα πάντα και αυτο-αυξάνεται, καθώς λειτουργεί ως κεφάλαιο. Επίσης, ότι το πιστωτικό χρήμα είναι η πλέον δραστική και ευέλικτη μορφή χρήματος, ότι επομένως η χρηματοπιστωτική σφαίρα δεν συνιστά μια «παρασιτική» ή «κερδοσκοπική» απόφυση της «πραγματικής οικονομίας», αλλά αναγκαίο δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος που συστηματικά αναπαράγει τη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας σε λίγα χέρια, που παράλληλα βυθίζει περιοδικά την κοινωνία σε βαθιές κρίσεις, το κόστος των οποίων επιχειρεί πάντα να φορτώσει στις πλάτες της μισθωτής εργασίας και γενικότερα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων είναι για το κεφάλαιο «κόστος». Ένα «κόστος» που η συμπίεσή του προβάλλεται ως «αύξηση της ανταγωνιστικότητας».

Γιατί δεν έχει αντικατασταθεί το «Κεφάλαιο» από μια πιο σύγχρονη θεωρητική εργασία;

Το Κεφάλαιο δεν είναι απλώς ένα βιβλίο. Στην ουσία πρόκειται για ένα ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε χωρίς να ολοκληρώσει ο Μαρξ, και το οποίο ουσιαστικά συνεχίζεται.

Αρκεί να σας πω τα εξής: Ο Μαρξ ξεκίνησε το ερευνητικό του έργο το 1857. Το 1858 ολοκλήρωσε το 1ο χειρόγραφο, που μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε με τον τίτλο Grundrisse. Μέχρι το 1865 είχε συγγράψει χειρόγραφα αρκετών χιλιάδων σελίδων (έχουν εκδοθεί στα γερμανικά σε 9 τόμους), μεταξύ των οποίων ήταν και η πρώτη γραφή των τριών τόμων του Κεφαλαίου. Το 1867 εξέδωσε ο ίδιος τον 1ο τόμο, τον οποίο αναθεώρησε στη δεύτερη έκδοση (1872), αλλά και στη γαλλική έκδοση (1872-75). Μέχρι το θάνατό του (1883) δεν ολοκλήρωσε τους άλλους δύο τόμους του Κεφαλαίου (εκδόθηκαν με επιμέλεια του Ένγκελς το 1885 – ο 2ος – και το 1894 – ο 3ος). Εντούτοις, στο διάστημα 1876-1881 εργάστηκε εντατικά πάνω στον 2ο τόμο του Κεφαλαίου, αφήνοντας 4 επιπλέον χειρόγραφα (τα χειρόγραφα V-VIII του 2ου τόμου). Στη γερμανική Συνολική Έκδοση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς (MEGA) τα κείμενα που σχετίζονται με το Κεφάλαιο περιλαμβάνουν 23 τόμους!

Μόνο από αυτή την περιληπτική περιγραφή αντιλαμβάνεστε ότι ο Μαρξ αναμετρήθηκε με ένα συγγραφικό-ερευνητικό πρόγραμμα που έμεινε ανοικτό για τους μετέπειτα μαρξιστές συγγραφείς.

Όλοι οι εισηγητές στο Συνέδριο της Αθήνας είναι μαρξιστές θεωρητικοί που συμμετέχουν ενεργά σε αυτή τη «συνεχιζόμενη γραφή» του Κεφαλαίου. Το ίδιο το Συνέδριο με τις εισηγήσεις, τους σχολιασμούς και τη συζήτηση, όλα σε πολύ υψηλό επίπεδο, αποτέλεσε στιγμή αποσαφήνισης και διεύρυνσης του θεωρητικού πεδίου που εγκαινίασε ο Μαρξ με το Κεφάλαιο.

Πέραν τούτου, το γεγονός ότι το εγχείρημα του Μαρξ συνιστούσε μια ριζική τομή με κάθε προηγούμενο θεωρητικό πλαίσιο (και πρώτα από όλα με την κλασική πολιτική οικονομία), αλλά και με τους κοινούς τόπους της κυρίαρχης ιδεολογίας, έδωσε στην παρέμβασή του ένα συγκρουσιακό περιεχόμενο.

Επιπλέον, μέσα σε αυτόν τον τεράστιο όγκο δουλειάς που άφησε ως παρακαταθήκη, δεν είναι λίγες οι παλινδρομήσεις του Μαρξ στο πεδίο της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Το έργο των μαρξιστών ερευνητών, αλλά και των ριζοσπαστών αγωνιστών γίνεται επομένως ακόμα πιο δύσκολο.

Πώς εξηγείται το μεγάλο ενδιαφέρον και η συρροή κόσμου που το παρακολούθησε;

Από το διήμερο του Συνεδρίου πέρασαν συνολικά πάνω από 500 άτομα. Κάποιες στιγμές δεν μας χωρούσε η αίθουσα των 350 θέσεων στην «Αίγλη». Κι αυτά παρά το ψηλό θεωρητικό επίπεδο των εισηγήσεων και των σχολιασμών. Θεωρώ πως αυτό το ενδιαφέρον συνδέεται με τα εξής:

Αφενός όλο και περισσότερος αριστερός κόσμος συνειδητοποιεί ότι χωρίς θεωρία, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τους «μηχανισμούς» που κινούν τα πράγματα, δεν μπορούμε να είμαστε αποτελεσματικοί στις πρωτοβουλίες και τις δράσεις μας. Αυτή η τάση έγινε φανερή ιδίως μετά την παγκόσμια συστημική οικονομική κρίση του 2008.

Αφετέρου, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη θεωρία έχει να κάνει με το πολιτικό αδιέξοδο, από τη σκοπιά της Αριστεράς, στην παρούσα συγκυρία. Τη διάψευση δηλαδή της επαγγελίας ότι σύντομα θα δοθεί περιεχόμενο στο (ορθό βεβαίως) σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Η επαγγελία αυτή, που συντηρήθηκε αρχικά σε κινηματικό επίπεδο με τις μεγάλες κινητοποιήσεις «ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» και με το κίνημα των «πλατειών», έλαβε αργότερα κοινοβουλευτική μορφή με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, για να αθετηθεί την επαύριο κιόλας του ηρωικού ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα της 5/7/2015.

Ο αριστερός κόσμος αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται η θεωρία, αν θέλουμε να έχουμε μια πολιτική που δεν θα προσαρμόζεται στο υπάρχον αλλά θα αμφισβητεί και θα ανατρέπει τον κόσμο που ζούμε.

Comments are closed.