Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.147, Editorial / www.theseis.com
1. «Προοδευτικό μέτωπο»
Επιτέλους, η προ πολλού συντελεσθείσα μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της (μετα)μοντέρνας Κεντροαριστεράς, ομολογείται πλέον ανοικτά και στον δημόσιο λόγο της ηγεσίας του. Η νέα κωδική ονομασία της Κεντροαριστεράς ακούει πλέον στον όρο «προοδευτικό μέτωπο» ή αναλυτικότερα «προοδευτική συμμαχία κατά της Ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού».
Και για να μη μένει καμιά αμφιβολία περί του είδους της συμμαχίας και του περιεχομένου της πολιτικής στρατηγικής που εξαγγέλλεται, ο πρωθυπουργός διευκρινίζει: «Να απευθυνθούμε σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις παρά τις σημαντικές διαφορές που έχουμε. Από τους Πράσινους και τους Σοσιαλιστές, που επανατοποθετούνται πολιτικά, μέχρι τους ριζοσπάστες της Αριστεράς, χωρίς αποκλεισμούς σε ένα μεγάλο, ενωτικό μέτωπο για την Ευρώπη των πολλών». Και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επεξηγεί: «Στις ευρωεκλογές συγκρούονται στην πραγματικότητα δυο πολιτικά στρατόπεδα. Το στρατόπεδο των δημοκρατικών δυνάμεων της προόδου οι οποίες θέλουν την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης με ταυτόχρονο ξεπέρασμα των πολιτικών λιτότητας που ακριβώς καλλιέργησαν το έδαφος για να αναπτυχθεί το άλλο στρατόπεδο: Το μαύρο στρατόπεδο της ακροδεξιάς και του ακραίου λαϊκισμού» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Οι σύμμαχοι που «επανατοποθετούνται πολιτικά» και εντάσσονται στην κοινή πορεία για το «ξεπέρασμα των πολιτικών λιτότητας» επιθυμούν λοιπόν την «εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης»! Ενοποίηση άραγε σε ποια κατεύθυνση και με ποια χαρακτηριστικά;
Η απάντηση είναι περισσότερο από προφανής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πιστός στη νέα κεντροαριστερή φυσιογνωμία του και στην προοπτική της τελικής σύμφυσής του με τη Σοσιαλδημοκρατία, δεν επαγγέλλεται πλέον την «ανατροπή» της (νεοφιλελεύθερης) ΕΕ και περιορίζει το «όραμα μιας άλλης Ευρώπης» σε γενικολογίες. Δεν αμφισβητεί δηλαδή τις αντιδραστικές δομές και Συνθήκες της Ένωσης, τον νεοφιλελεύθερο κορσέ του Συμφώνου Σταθερότητας και των διαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων που στραγγαλίζουν κάθε προοπτική φιλολαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Έχει έτσι επιλέξει να λησμονήσει εκτιμήσεις και θέσεις όπως εκείνες του Προγράμματός του το 2014:
«Η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και η δομή της Ε.Ε. έχουν μετατρέψει τη σημερινή Ευρώπη σε ένα υπερσυντηρητικό μόρφωμα που καταδυναστεύει τη ζωή των λαών της […] Τα τελευταία χρόνια, με την στρατηγική της Λισαβόνας […] έχει επιλεγεί ως στόχος η ενίσχυση του ανταγωνισμού της Ε.Ε. με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, […] ενός ανταγωνισμού στηριγμένου στη διάλυση του κοινωνικού κράτους και στη μείωση του κόστους εργασίας» (ΣΥΡΙΖΑ, Διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές του 2014).
Και είναι εύλογο να «λησμονεί» τα παραπάνω ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ, όταν ακριβώς το «προοδευτικό μέτωπο» που σήμερα επικαλείται, ήταν εκείνο που προώθησε, σε συνεργασία με το συντηρητικό «Λαϊκό Κόμμα», το «υπερσυντηρητικό μόρφωμα» της σημερινής νεοφιλελεύθερης ΕΕ! Συνειδητά, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ αποσιωπά το γεγονός ότι οι πολιτικές λιτότητας είναι εγγεγραμμένες στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο-κορσέ που διέπει τη δομή και συνεπώς τις καίριες οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις της ΕΕ.
Ο πρωθυπουργός σε πρόσφατο μήνυμά του στο τουίτερ υποστήριξε ότι «ο ελληνικός λαός δεν έχει μνήμη χρυσόψαρου». Σχήμα οξύμωρο! Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε: Τι είναι αυτό που τροφοδοτεί το θράσος των κυβερνώντων να χρίζουν «συμμάχους κατά της λιτότητας» τη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους, δηλαδή τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες, που με τους Σρέντερ, «Ολαντρέου», Ρέντσι κ.ο.κ. ψαλίδισαν τα εργατικά δικαιώματα, καθήλωσαν τους μισθούς, αποψίλωσαν τους θεσμούς κοινωνικής προστασίας, διευκόλυναν το πρωτοφανές άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούτου και φτώχειας, καθοδήγησαν τις πολεμικές επεμβάσεις από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και μετέτρεψαν το λεγόμενο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» σε ένα κακόγουστο αστείο;
2. Στα θολά νερά της λίμνης
Σημείο αφετηρίας για την αλλαγή των συσχετισμών στην κεντρική πολιτική σκηνή και την εκκίνηση του «προοδευτικού μετώπου» αποτέλεσε η συμφωνία των Πρεσπών, η οποία λειτούργησε ως ο καταλύτηςπουενεργοποίησε τους έτσι κι αλλιώς κυοφορούμενους από τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματισμούς στην κατεύθυνση του ευρύτερου κεντροαριστερού μετώπου. Αφενός διέρρηξε τη συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, που εισήλθαν πλέον σε μια πορεία αποσύνθεσης. Αφετέρου διεμβόλισε το χώρο της προϋπάρχουσας και ήδη κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς, «διορθώνοντας» το πολιτικό σκηνικό, στην κατεύθυνση του τυπικού αστικού δικομματισμού, με την προοπτική σταθεροποίησης ενός νέου ενιαίου κεντροαριστερού πόλου, μετά την «εξαίρεση» των ετών 2012-2015. Πρόκειται βέβαια για μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και επομένως η κατάληξή της είναι ακόμα άδηλη. Παράλληλα, πρόκειται για ένα υπό διαμόρφωση «μεταμοντέρνο» κεντροαριστερό πόλο, καθώς απουσιάζουν οι όποιοι οργανικοί δεσμοί του με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τα συνδικάτα, τις τοπικές πρωτοβουλίες και συσπειρώσεις, κλπ.
Όμως η συμφωνία των Πρεσπών λειτούργησε καταλυτικά και σε μια άλλη κατεύθυνση. Ώθησε τη ΝΔ προς μια ακραία εθνικιστική – ακροδεξιά ρητορική, που όχι απλώς αρνείται την ιστορική ύπαρξη, ταυτότητα και διεθνή παρουσία και αναγνώριση της γειτονικής χώρας, αλλά καλλιεργεί ένα νέο εθνικόφρον ακροατήριο στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Οι εθνικόφρονες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και αλλού που διακήρυξαν το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», πέρα από εκφράσεις ενός επιθετικού αλυτρωτισμού, αποτέλεσαν βέβαια γραφικό κακέκτυπο των εθνικιστικών συλλαλητηρίων του 1992. Εντούτοις πέτυχαν, βοηθούντων και των αντιπολιτευτικών ΜΜΕ, να ενεργοποιήσουν τον διαχρονικά διάχυτο εθνικισμό μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας, ενώ παράλληλα εναρμονίζονταν με το ευρύτερο παγκόσμιο κλίμα ενίσχυσης της ακροδεξιάς και εθνικιστικής ρητορείας στη σημερινή εποχή, συμπτώματα της οποίας είναι ο «διαβολικά καλός» Τραμπ, ο Μπολσονάρο, ο Όρμπαν, ο Κόντε κι ο Σαλβίνι κλπ.
Όμως τα αποτελέσματα αυτά είναι από τη φύση τους αντιφατικά, πράγμα που σημαίνει ότι η επιλογή Μητσοτάκη να στρέψει την αιχμή της αντιπολιτευτικής του πολιτικής στον «μακεδονικό απορριπτισμό» αποτελεί πολιτική επιλογή υψηλού ρίσκου. Ως διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας, θέτει εν αμφιβόλω τη σαφήνεια της ταυτότητας του κόμματός του ως ευρωπαϊκής (κεντρο)δεξιάς, ως ιστορικού εκφραστή των διεθνών επιλογών της εγχώριας άρχουσας τάξης και των διασυνδέσεών της με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Παράλληλα, είναι αβέβαιο ποιος θα είναι ο κερδισμένος του νέου «μακεδονικού αγώνα». Ας θυμηθούμε απλώς ότι ο προηγούμενος «μακεδονικός αγώνας», το 1992, αποτέλεσε το έδαφος για να «εισέλθει» στο πολιτικό σκηνικό η ναζιστοσυμμορία της «Χρυσής Αυγής», με ανοικτή πλέον συμμετοχή στο συλλαλητήριο του Δεκεμβρίου 1992 στην Αθήνα, προβολή των συμβόλων της, εκκίνηση των δολοφονικών επιθέσεων κατά αριστερών συλλογικοτήτων, έκδοση εβδομαδιαίας εφημερίδας και συμμετοχή στις Ευρωεκλογές του 1994.
Ο ελληνικός αστισμός, του οποίου ως γνήσιος εκφραστής επιθυμεί να κατοχυρωθεί ο Μητσοτάκης, δεν έχει κατά κανένα τρόπο εκδηλώσει «αντι-παγκοσμιοποιητικές» ή «αντι-ΝΑΤΟικές» τάσεις. Για το σύστημα, ο «μακεδονικός απορριπτισμός» της ΝΔ είναι έτσι στην καλύτερη περίπτωση «πολιτικός καιροσκοπισμός» και στη χειρότερη «επικίνδυνος λαϊκισμός».
Όμως και η επίσημη κρατική πολιτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ουσιαστικά ακολουθώντας τις παλαιότερες κατευθυντήριες γραμμές της ΝΔ (Κωνσταντίνος Μητσοτάκης 1993, Κώστας Καραμανλής 3/4/2008: «Ναι στη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό [που μπορεί να περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία], για όλες τις χρήσεις», 1 κλπ.) δεν αποτελεί παρά τον «εφαρμοσμένο εθνικισμό» του ελληνικού καπιταλισμού: Συνιστά επιβολή επί της γειτονικής χώρας, που υποχρεώνεται να αλλάξει το ιστορικό όνομα με το οποίο υφίστατο ως πολιτειακή οντότητα ήδη από το 1945, ως ομόσπονδο κράτος εντός της Γιουγκοσλαβίας, για να μη μιλήσουμε για τη συνταγματική αναθεώρηση, που αποτελεί ιστορική πρωτοτυπία μεταπολεμικά, ως προηγούμενο «συμμόρφωσης» μιας χώρας στις απαιτήσεις μιας ισχυρότερης.
Η όλη εξέλιξη συνιστά επίσης κίνηση αναβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού εντός του δυτικού ιμπεριαλισμού και γι’ αυτό απέσπασε τα εύσημα όχι μόνο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (στο οποίο είχαν αποφασίσει να εντάξουν τη Βόρεια Μακεδονία οι κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας αυτής), αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα ήταν επομένως απολύτως άστοχο για τη μαρξιστική – αντικαπιταλιστική Αριστερά να προσχωρήσει ανεπιφύλακτα στο στρατόπεδο του ΝΑΙ αναφορικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό θα σήμαινε, πέρα από οποιαδήποτε άλλη παράμετρο του ζητήματος, την αποσιώπηση (και επομένως αποδοχή) της επιβολής του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου στη γειτονική χώρα.
Όμως και η ανεπιφύλακτη υιοθέτηση του ΟΧΙ είναι εξίσου προβληματική για την Αριστερά. Μπορεί να προτάσσεται ως επιχείρημα η αντίθεση στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια, όμως η στάση αυτή αφενός συμπορεύεται με την ελληνική εθνικιστική-ιμπεριαλιστική απαίτηση για απάλειψη του ονόματος της γειτονικής χώρας, ενώ αφετέρου στρέφεται κατά (της επέκτασης) του ΝΑΤΟ με όπλο τη ΝΑΤΟική ένταξη και ισχύ του ελληνικού κράτους (το δικαίωμα ΝΑΤΟικού «βέτο» στην ενταξιακή διαδικασία της ΠΓΔΜ).
Η ελληνική Αριστερά θα όφειλε να διαφοροποιηθεί καθαρά τόσο από το κυβερνητικό ΝΑΙ, όσο και από το εθνικιστικό ΟΧΙ. Διότι η διαμάχη σχετικά με τη συμφωνία των Πρεσπών διεξάχθηκε αποκλειστικά στο εσωτερικό του ελληνικού εθνικισμού, με τη δυνατότητα επιβολής του ελληνικού κράτους επί της γειτονικής χώρας δεδομένη σε κάθε περίπτωση.
Το επίδικο της όλης διαμάχης ήταν με ποια πολιτική (αυτή του ΝΑΙ ή εκείνη του ΟΧΙ) η ελληνική επιβολή και η αντίστοιχη εθνικιστική «δικαίωση» θα ήταν αποτελεσματικότερη. Σε αυτή τη διελκυστίνδα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πλέον γνήσιος εκφραστής της εγχώριας αστικής στρατηγικής στη συνάρθρωσή της με τις στρατηγικές του δυτικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ενδεικτική είναι η ακόλουθη, λίγο-πολύ τυχαία, σταχυολόγηση αποσπασμάτων από δηλώσεις του «νικητή» πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά, στα οποία με δυσκολία κρύβεται μια δόση «υπερηφάνειας» και αλαζονείας: «Ζητήσαμε συνταγματικές αλλαγές για να διασφαλίσουμε τα εθνικά συμφέροντα οι οποίες είχαν εγκαταλειφθεί αρκετά χρόνια».«Ο επίσημος αλυτρωτισμός των Σκοπίων τελειώνει». «Εμείς πήραμε την αρχαία ελληνική Μακεδονία».
Από τη σκοπιά των συμφερόντων των υποτελών τάξεων, έχει ελάχιστη σημασία τόσο η αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών όσο και η απόρριψή της, με δεδομένη την κυριαρχική θέση του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου. Όσο και αν ο ακραίος ελληνικός εθνικισμός και η Ακροδεξιά οργανώνονται με βάση το ΟΧΙ, η θέση και η διαπραγματευτική ισχύς της εργατικής τάξης δεν βελτιώνεται ούτε με το ΝΑΙ ούτε με το ΟΧΙ. Για την αντισυστημική-αντικαπιταλιστική Αριστερά το ζητούμενο έπρεπε να είναι η απεμπλοκή από το δίλημμα. Το ζήτημα του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την υποστήριξη του ΟΧΙ, στη βάση του ελληνικού ΝΑΤΟικού προνομίου για βέτο. Αντίθετα, η πάγια θέση της Αριστεράς για αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ εντάσσεται αναγκαστικά στη στρατηγική αμφισβήτησης του καπιταλισμού, στον αγώνα για την ανατροπή του.
3. Το «μικρότερο» και το «μεγαλύτερο» κακό
Την περίοδο 2010-2019 έχει λάβει χώρα μια πρωτοφανής διαδικασία μεταφοράς πλούτου και ισχύος προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης, των συνταξιούχων, των κατώτερων και μεσαίων μικροαστικών στρωμάτων. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί την πεπατημένη σχεδόν κάθε Σοσιαλδημοκρατίας. Αποδέχεται το υπάρχον πλαίσιο όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από την επέλαση του κεφαλαίου και εξαγγέλλει στη συνέχεια κάποιες «βελτιώσεις» εντός αυτού, που στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή όταν δεν αποτελούν υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα, σηματοδοτούν περιπτώσεις «αναδιανομής της φτώχειας», προς όφελος κατηγοριών πληθυσμού ακραίας ανέχειας.
Σημαία των «βελτιωτικών» αυτών πολιτικών είναι βέβαια πάντα το «κοινό συμφέρον» όλων των τάξεων της κοινωνίας, που πλασάρεται και ως «ανάπτυξη με σεβασμό στην εργασία», κλπ. Με δυο λόγια «ότι έγινε – έγινε», τώρα τα πράγματα θα αρχίσουν να βελτιώνονται, πάντα όμως σιγά και προσεκτικά, διότι το ζητούμενο είναι να βελτιώνονται για όλους. Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: Τα ψίχουλα που δίνονται δίκην φύλλου συκής για να τεκμηριώσουν την υποτιθέμενη «κοινωνική πολιτική» εξανεμίζονται σε μηδενικό χρόνο και ο κοινωνικός ζόφος για τους πολλούς παραμένει.
Παραμένουν όμως και οι εντυπώσεις της ενορχηστρωμένης προπαγάνδας: Για κάποια τμήματα της μισθωτής εργασίας η νέα συριζική Κεντροαριστερά και το «προοδευτικό μέτωπο» προσλαμβάνονται ως το μικρότερο κακό. Σε αυτό συντελεί αφενός το υπερσυντηρητικό, αυταρχικό-νεοφιλελεύθερο πολιτικό προφίλ της ΝΔ και αφετέρου η εξέλιξη της οικονομικής συγκυρίας: Μια που «μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν», 2 η ανάκαμψη των κερδών και η μείωση της ανεργίας (σε συνθήκες βέβαια πάντα εργασιακού μεσαίωνα), δηλαδή τα αποτελέσματα της «δημιουργικής καταστροφής» που επέβαλε το κεφάλαιο στην κοινωνία, δημιουργούν την εντύπωση πως ίσως η καθοδική πορεία να έπιασε πάτο και επομένως επίκειται πλέον η άνοδος: «οι καλύτερες μέρες έρχονται».
Όμως μοναδική εγγύηση για καλύτερες μέρες δεν είναι παρά οι κοινωνικοί και εργατικοί αγώνες, η δύναμη της εργασίας να επιβάλλει τα συμφέροντά της, απέναντι σε αυτούς που αντιλαμβάνονται τους όρους διαβίωσής της ως «κόστος εργασίας» και τροχοπέδη στην «ανταγωνιστικότητα». Η ταξική πάλη είναι αδυσώπητη, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις μεταβατικές περιόδους από μια καθοδική σε μια ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου. Και είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι χωρίς την ενεργή-μαζική παρέμβαση των υποτελών τάξεων για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, το «μικρότερο κακό» οδηγεί με ακρίβεια φυσικού νόμου στο «μεγαλύτερο κακό», όπως άλλωστε συνέβη στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία, στη Γαλλία, στην Ιταλία … Για να το πούμε διαφορετικά, «όταν πιάσεις πάτο, έχεις ακόμα πολύ δρόμο μέχρι την άβυσσο»!3
Το να συντάσσονται με το «μικρότερο κακό» οι αριστεροί και όσοι την προηγούμενη περίοδο πάλεψαν κατά των μνημονίων και των πολιτικών συντριβής της εργασίας, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αλλάξει τα πράγματα. Ούτε συνιστά «γραμμή άμυνας» απέναντι στο «χειρότερο». Διέξοδο μπορεί μόνο να αποτελέσει η διεκδίκηση και στράτευση στις κοινωνικές συγκρούσεις που έτσι κι αλλιώς δεν σταματούν ποτέ, και η συμπαράταξη με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να εγγυηθούν κάποιες μορφές ανασύνταξης των δυνάμεων της εργασίας, δηλαδή που παραμένουν Αριστερά. Στο πεδίο αυτό, τα «ταυτοτικά» και θεωρητικά ζητήματα θα μπορέσουν να ανοίξουν με κοινωνικά έγκυρο τρόπο στο έδαφος που μπορεί να διαμορφωθεί από την τελική ύπαρξη μιας πολιτικά υπολογίσιμης και κοινωνικά γειωμένης Αριστεράς.
4. Αντίσταση!
Η προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στις πολιτικές στρατηγικές του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου ήδη πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, υποχρεώθηκε να φανερωθεί στις 13 Ιουλίου 2015, όταν η αναμενόμενη από την κυβέρνηση «νομιμοποίηση» του συμβιβασμού με το Δημοψήφισμα της 5/7/2015, στο οποίο αναμενόταν μιας μορφής «ισοπαλία», σαρώθηκε από το συντριπτικό ΟΧΙ του 61, 3%, σε καθεστώς μάλιστα τρόμου και απειλών από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Η αποκάλυψη αυτή (που ήταν δεδομένη μόνο για λίγους, π.χ. εκείνους που μπόρεσαν να «διαβάσουν» τις συνέπειες της Συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου 2015) άφησε άναυδη τη μερίδα εκείνη της κοινωνικής πλειοψηφίας η οποία την προηγούμενη περίοδο είχε στρατευτεί στην «ανατροπή» του νεοφιλελεύθερου «μονόδρομου», «μονόδρομου» που από το 2010 είχε προσλάβει τη μορφή ανοικτού κοινωνικού πολέμου κατά της εργασίας. Η συνειδητοποίηση, τους επόμενους μήνες, του μεγέθους της απάτης, δηλαδή του ότι ούτε η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ούτε η προστασία των συντάξεων, ούτε η αναδιάρθρωση των δαπανών προς όφελος της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής προστασίας, ούτε οι πρωτοβουλίες για κοινωνικό έλεγχο κρίσιμων τομέων της οικονομίας και των θεσμών, ούτε ο δημόσιος έλεγχος των τραπεζών, ούτε κανένα άλλο μέτρο από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα γίνονταν ποτέ πράξη, καταρράκωσε την ελπίδα της κοινωνικής πλειοψηφίας για βελτίωση των όρων ζωής της μέσω κυβερνητικής αλλαγής. Και «η ελπίδα είναι κάπως σαν τα ντόμινο. Αν πέσει μία, οι υπόλοιπες ακολουθούν».4
Δημιουργήθηκε τότε ένα κενό εκπροσώπησης, που αποτυπώθηκε με σαφή τρόπο στις δημοσκοπήσεις: Η «πρόθεση ψήφου» προς τον ΣΥΡΙΖΑ καταβαραθρώθηκε, χωρίς να ανέβει σε συγκρίσιμο βαθμό η επιρροή της ΝΔ και χωρίς να αυξηθεί καν η επιρροή των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Παράλληλα το επίπεδο των μαζικών κινητοποιήσεων παρέμεινε αναιμικό και μάλιστα μειώθηκε, κάτι που έδωσε αφορμή στον Α. Τσίπρα να δηλώσει σε συνέντευξη τον Απρίλιο 2017 ότι η απουσία διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων στο επίπεδο της εποχής Βενιζέλου-Σαμαρά δείχνει την «κατανόηση» της κοινωνίας για τις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Το δίλημμα των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων αλλά και ολόκληρης της επόμενης περιόδου μετά τις εκλογές είναι λοιπόν αυτό: Πώς θα καλυφθεί το κενό εκπροσώπησης που προέκυψε από την προσαρμογή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στον «μονόδρομο» του αντιδραστικού νεοφιλελεύθερου πλαισίου; Μέσα από τη λογική του «μικρότερου κακού», ή μέσα από την αναστήλωση της ελπίδας ότι η αντίσταση είναι εφικτή, και ότι οι εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες είναι η μόνη προοπτική που μπορεί να δώσει απτά αποτελέσματα;
Η κυβερνητική ρητορική σχετικά με την «έξοδο από τα Μνημόνια» και την «δίκαιη ανάπτυξη», την «ανάπτυξη για την κοινωνία», κλπ. είναι παντελώς διάτρητη. Μπορεί οι δανειακές συμβάσεις («τα Μνημόνια») να έχουν τελειώσει, το νεοφιλελεύθερο όμως πλαίσιο των πολιτικών εξακολουθεί να διατηρείται και η διατήρησή του να επιτηρείται, τόσο από τους «θεσμούς», όσο και από τις χρηματαγορές που επιβραβεύουν τους «καλούς μαθητές» του νεοφιλελευθερισμού! Όπως άλλωστε σε όλες τις χώρες της ΕΕ, με την επιπλέον μάλιστα επιβάρυνση των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων τα οποία συνομολόγησε η κυβέρνηση τον Ιούλιο 2015, που ενώ δεν έχουν καμιά ορατή επίδραση στο ύψος του δημόσιου χρέους, στραγγαλίζουν κάθε προοπτική άσκησης μιας προοδευτικής δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Όσο για την όποια «ανάπτυξη», η εργατική τάξη γνωρίζει καλά ότι αυτή οφείλεται στη δική της εργασία, όπως εξίσου καλά γνωρίζει ότι η εργασία της δαπανάται σε συνθήκες πολύ χειρότερες από εκείνες που επικρατούσαν πριν το 2010, με τον φόβο της ανεργίας και τον εργοδοτικό δεσποτισμό να μην πτοούνται από τις «αισιόδοξες προβλέψεις» και τα καλολογικά σχήματα του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Εξ’ άλλου τι άλλο σημαίνει η κυβερνητική ρητορεία περί «προοδευτικού πόλου», παρά δήλωση προθέσεων της κυβέρνησης ότι θα ακολουθεί απαρέγκλιτα την πεπατημένη της νεοφιλελεύθερης (και ηττημένης) ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας;
Από τη μεριά της εργασίας μόνη λύση μπορεί επομένως να είναι η αντίσταση. Και οι δυνάμεις και οι αγωνιστές της Αριστεράς είναι, είμαστε, η αντίσταση! Απέναντι στα ψίχουλα «αναδιανομής της φτώχειας» της δήθεν κοινωνικής κυβερνητικής πολιτικής που εγγυώνται τη συνέχιση της μιζέριας και της κοινωνικής κατάθλιψης, η μόνη εναλλακτική για την αναστήλωση της ελπίδας, που θα λειτουργήσει ως το «καύσιμο» των εργατικών και κοινωνικών αγώνων, είναι η ενίσχυση της μαρξιστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Και η προοπτική της Αριστεράς δεν είναι άλλη, παρά η σύνδεση των αγώνων αυτών με τη στρατηγική για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό!
1 «Τι έγινε το 2008 στο Βουκουρέστι για τα Σκόπια – Η εθνική γραμμή Καραμανλή», https://www.iefimerida.gr/news/387231/ti-egine-2008-sto-voykoyresti-gia-ta-skopia-i-ethniki-grammi-karamanli
2 Καρλ Μαρξ, 1982, Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος δεύτερο, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή: 579.
3 Φράση της Tokio, στην τηλεοπτική σειρά La Casa de Papel.
4 Φράση της Tokio, στην τηλεοπτική σειρά La Casa de Papel.