Κράτος χωρίς επανάσταση. Η Αριστερά, τα χειμερινά ανάκτορα και η αγορά

Συντακτική Επιτροπή

Περιοδικό Θέσεις, τ.140, Editorial / www.theseis.com

They sentenced me to twenty years of boredom
for trying to change the system from within. Leonard Cohen

1. Η «ευεργετική» όψη του μνημονίου

Φαίνεται πως η ιστορία συνωμότησε με σατανική δολοπλοκία ώστε να «είναι ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνος που θα βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια» (Α. Τσίπρας). Στα οποία βέβαια με εξαιρετική μαεστρία και ευφάνταστη στοχοπροσήλωση τη βύθισε ακόμα βαθύτερα ο ίδιος, μετατρέποντας τα σκοινιά και τις τριχιές των προηγηθέντων σε άθραυστες αλυσίδες που θα κρατάνε την κοινωνία δέσμια τουλάχιστον έως το 2060. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ μερίμνησε ώστε ακόμα και οι μελλοντικές κυβερνήσεις να υλοποιούν χωρίς προφανή οδό διαφυγής «δεσμεύσεις» που ρίχνουν νομοτελειακά ανήμπορες κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι συνταξιούχοι, στην ένδεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, που «κλειδώνουν» τους εργαζόμενους στον σημιτικό ευφημισμό των «απασχολήσιμων» μακριά από τους «καταναγκασμούς» των συλλογικών συμβάσεων και των κατώτατων μισθών, που προσπαθούν να ακρωτηριάσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις στην προκρούστεια κλίνη της «ανάπτυξης». Ενώ ο ίδιος αφοσιώνεται εμπροσθοβαρώς στη «μάχη για την ανάπτυξη με όλες [του] τις δυνάμεις» (Ν. Παππάς) ασκώντας συστηματικά το «δικαίωμα στη λήθη» για όσα λειτούργησαν ως εφαλτήριο για την αναρρίχησή του στην κυβερνητική διαχείριση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διαψεύδει με συστηματικό και μεθοδικό τρόπο μια προς μια τις συνιστώσες του πολιτικού στίγματός του, ακόμη και εκείνου του προ των πυλών «τακτικιστικού κομφορμισμού», όπως ανεπισήμως χαρακτήριζαν την κυβερνητική στρατηγική οι αριθμήσιμοι «αντιπολιτευόμενοι» επίδοξοι διαχειριστές (53; 53+; Κάμποσοι;) αμέσως μετά το ορόσημο του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης».

Αντί να καταργηθεί το μνημόνιο με «ένα νομοσχέδιο και ένα άρθρο», ψηφίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, είτε αγεληδόν σε μια νύχτα κείμενα εκατοντάδων σελίδων, είτε με συστηματική κατάχρηση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, εκατοντάδες ανατροπές που συγκροτούν το συνολικό πλαίσιο απαξίωσης της εργασίας και ανατροπής των όποιων κοινωνικών συσχετισμών ασκούσαν κάποιο δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Και μάλιστα με την ηθελημένα ψευδή προμετωπίδα ότι συνιστούν την «έξοδο από τα μνημόνια», όπως για παράδειγμα συνέβη με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, οπότε και αποσιωπάται επιμελώς ότι επίκειται τρίτη με άνω των εκατό προαπαιτούμενων.

Τη σειρά πήραν στη συνέχεια οι διαψεύσεις όλων των επιμέρους «δεσμεύσεων», όπως για παράδειγμα η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ που μονιμοποιείται χωρίς κάτω όριο για το χαμηλό εισόδημα των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, η παραπέρα αφαίμαξη εύθραυστων κοινωνικών στρωμάτων με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, η εικονική παραμονή του κατώτατου μισθού στα μνημονιακά επίπεδα και η συστηματική καταστρατήγηση ακόμη και αυτού του ποσού με την απειλή του «εφεδρικού στρατού», η εξάρτηση της 13ης σύνταξης από την επίτευξη ταμειακών πλεονασμάτων που ευθέως συνδέονται με την «περιστολή δαπανών» δηλαδή τη στάση πληρωμών του Δημοσίου, οι κορώνες περί «προστασίας της δημόσιας περιουσίας» που ξεχάστηκαν σε μια νύχτα είτε λόγω «μνημονιακών δεσμεύσεων» είτε επειδή ενδύονται τον μανδύα των «διακρατικών συμφωνιών».

Η σειρά δεν έχει τέλος και δημιουργεί συστηματικά, από την πλευρά των «από κάτω», είτε το νέο μεταναστευτικό ρεύμα σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, είτε τις διευρυνόμενες στρατιές των κοινωνικά ανήμπορων που ζουν από τα επιδόματα και τις ενισχύσεις της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας ή από την ελεημοσύνη των συσσιτίων και των φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών.

Αν και ήταν προβλέψιμη αυτή η «ανατροπή της ανατροπής» (Θέσεις τ. 130, editorial), αξίζει να προσεγγίσουμε τη μικροφυσική της εξουσίας που αποτελεί το συνεκτικό ιστό της.

2. Η «φιλολαϊκή» κυβερνητική διαχείριση

Η συνολική αντιστροφή της πραγματικότητας και η συστηματική προβολή του «αναγκαίου κακού», του «συμβιβασμού των μη συμβιβασμένων» στηρίζεται στη φενάκη του ΣΥΡΙΖΑ ως «εκπροσώπου» των υποτελών τάξεων, της «κυβερνώσας Αριστεράς» που «μεγιστοποιεί» τα οφέλη για λογαριασμό τους με τους δεδομένους κοινωνικούς συσχετισμούς, τους οποίους «δυστυχώς είχε την αυταπάτη να προσδοκά ότι μπορούσε να ανατρέψει». Πόσο «ειλικρινής» είναι όμως αυτή η δήλωση και τι υποκινεί αυτή την «ομολογία» για «λάθη» και «αδυναμίες»;

Η ιστορία της Αριστεράς δείχνει χωρίς περιστροφές το εύρος αυτής της πολιτικο-ψυχαναλυτικής μετάθεσης, που ομολογεί για να αποσιωπήσει, προβάλλει για να αποκρύψει, αποκαλύπτει για να συγκαλύψει. Η πολυτάραχη ιστορία του 20ού αιώνα έχει διαμορφώσει μια εμπεδωμένη κουλτούρα με την οποία υποβιβάζεται συστηματικά το πολιτικό σημαινόμενο των αποκλίσεων μέσα από τη φαινομενολογία του «προφανούς» σημαίνοντος των «λαθών». Από το «λάθος» της σταλινικής «προσωπολατρείας» έως τις «αυταπάτες» του ΣΥΡΙΖΑ, η απόσταση είναι μηδενική. Η επίκληση της «καπιταλιστικής περικύκλωσης» και η ανάγκη συντριβής του «εσωτερικού εχθρού» οδήγησε τότε στο «παλλαϊκό κράτος» και την τρομοκρατία των κρατικών μηχανισμών. Η θεωρία του μικρότερου κακού απέναντι στη μνημονιακή αντιπολίτευση και η επίκληση της «φιλολαϊκής διαχείρισης» μιας μνημονιακής Αριστεράς οδηγεί σήμερα στην προσκόλληση στην κυβερνητική διαχείριση και τη χρήση των κρατικών μηχανισμών με πρόφαση την «αδύνατη» προστασία των «από κάτω».

Πράγματι, η «κυβερνώσα» με οποιοδήποτε καθεστώς Αριστερά, αλλά και η υπόλοιπη Αριστερά στις περισσότερες αποχρώσεις της, έχει προσδιορίσει σε τελική ανάλυση το ρόλο της σε αναφορά με τους κρατικούς μηχανισμούς, με επίκεντρο τον προσανατολισμό της στο κράτος. Και αν η αφετηρία αυτού του προτάγματος είναι απολύτως θεμιτή και κατανοητή, διότι συμπυκνώνει την ανάγκη συντριβής του αστικού κράτους, όλου του συμπλέγματος θεσμών και μηχανισμών που είναι εμποτισμένοι από την αστική ταξική κυριαρχία, η πορεία έδειξε ότι το αντικείμενο απέκτησε μια αυτονομία απέναντι στον ταξικό προσδιορισμό του. Το κράτος έγινε – σε όλες τις εκδοχές του – ένα δοχείο που γεμίζει με διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με το διαχειριστή του.

Όταν μάλιστα το κράτος με τη μορφή του «δημοσίου» γίνεται στην κυρίαρχη ιδεολογία εχθρός του «ιδιωτικού», της μοναδικής «πηγής πλούτου» των κοινωνιών, τότε οι νομικές μορφές αποκτούν μια υπερσυγκυριακή ισχύ εγγραφόμενες στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης ως το «μήλον της έριδος» μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Από τη μια λαμβάνει θέσεις μάχης ο «αχαλίνωτος καπιταλισμός» με τη λεοντή του «ιδιωτικού», της «επιχειρηματικότητας» και της «δημιουργίας» και με απώτερο στόχο την «καθυπόταξη» της κοινωνίας στο «κέρδος», και από την άλλη αμύνεται το «κοινωνικό συμφέρον» με την προμετωπίδα του «δημοσίου» που προσπαθεί με όπλο τη ιδιοκτησία ως νομική μορφή να «προασπίσει» τα συμφέροντα των «πολλών» απέναντι στη «μανία του κέρδους» των λίγων.

Ένα παιχνίδι με σημαδεμένες τράπουλες, που το αποτέλεσμά του είναι κερδίζω-χάνεις. Όπου η «φιλολαϊκή διαχείριση» διολισθαίνει με ταχύτατους ρυθμούς στην «τέχνη του εφικτού», η οποία πατάει στέρεα στο έδαφος των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης αναπαράγοντας όλα τα ιδεολογήματα της εξουσίας που εμπεδώνουν τη σχέση κυριαρχίας-υποταγής, δίνοντας «εφικτές λύσεις» συμβιβασμών με ταυτόχρονη δήλωση «ασυμβίβαστου».

Έτσι με τη βοήθεια των «περιορισμών» στην κυβερνητική διαχείριση υπό καθεστώς «ιδιόχειρου» μνημονίου, η περιφανής «ανατροπή» μεταμφιέστηκε στην αλλαγή φρουράς από τους «διαπλεκόμενους» Μπόμπολα και Ψυχάρη, στους «καθαρούς» Μαρινάκη και Σαββίδη, νικητές στη μάχη κατά της διαφθοράς και υπέρ της διαφάνειας. Κάτι που συνειρμικά εντελώς φέρνει στο μυαλό το διάλογο μεταξύ μαφιόζων σε εξαιρετική αμερικάνικη σειρά που διαδραματίζεται στην ποταπαγόρευση: «[…] το εμπόριο με τα ξύδια αποδίδει, αλλά το μέλλον είναι στα ναρκωτικά».

Νομοτέλεια;

3. Υπάρχει «επαναστατικός» δρόμος;

Αλλά υπάρχει και το αντίστροφο ερώτημα που συχνά τίθεται με πρόφαση πραγματισμού από τους ίδιους τους κυβερνώντες. Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει δεδομένης της κατάστασης που αντιμετωπίστηκε το 2015;

Το ερώτημα και η προβαλλόμενη απορία είναι προφανώς προσχηματική. Και στηρίζεται σε μια αυταπόδεικτη «αλήθεια» που οφείλουμε να συνομολογήσουμε εξαρχής: η εποχή της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μόνο που τα χειμερινά ανάκτορα ως είδωλο εξουσίας είναι σήμερα πολύ πιο δυσδιάκριτο και διαθέτει εξεζητημένα λεπτή δομή που διαπερνά διάφορες όψεις του κοινωνικού ιστού. Για να τις εντοπίσουμε έστω και περιγραμματικά αρκεί να προχωρήσουμε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην πρόσφατη πολιτική συγκυρία.

Η εκτόξευση στο πολιτικό προσκήνιο το 2012 για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε αντιληπτή ως ευκαιρία για οργάνωση της κοινωνικής εκπροσώπησης των από κάτω αλλά ως «προβιβασμός» στο συμμετοχικό παιχνίδι των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων των διαμεσολαβητών μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του. Η επικράτηση αυτής της τάσης είχε σημαντικές συνέπειες: επελέγη η στρατηγική να διεκδικηθεί συστηματικά η συνολική ανάθεση από μέρους των κυριαρχούμενων στρωμάτων αντί της οργάνωσης των κοινωνικών αντιστάσεων στις κυρίαρχες μνημονιακές πολιτικές.

Εδώ εδράζεται η προβολή των έτοιμων συνταγών (ο ΕΝΦΙΑ δεν μεταρρυθμίζεται, καταργείται, ένας νόμος – ένα άρθρο για την κατάργηση του μνημονίου, κλπ.) αντί για την προετοιμασία για μια περίοδο αναταραχής και συγκρούσεων. Αρκεί η «πολιτική βούληση» των νέων διαχειριστών που δεν έχει ανάγκη από ιδιαίτερα κοινωνικά στηρίγματα παρά μόνο από την ισχυρή ανάθεση.

Γενική επικεφαλίδα στη νέα ενότητα «κοινωνικής» διαχείρισης είναι η συνέχιση της κανονικότητας υπό καθεστώς «κοινωνικά ευαίσθητων» διαχειριστών. Οι οποίοι μεταξύ άλλων προεξοφλούν στους από πάνω την ανάθεση ως αντάλλαγμα για την απονεύρωση της λαϊκής κινητοποίησης των από κάτω.

Όμως, ο «επαναστατικός δρόμος» δεν είναι κενό σύνολο, δεν είναι μια «ουτοπία» κάποιων «ρομαντικών» που αρνούνται να προσαρμοστούν στο έδαφος του υπαρκτού κοινωνικού ρεαλισμού. Και έχει συγκεκριμένη υπογραφή στη συγκυρία: εισάγοντας «ανατροπές» σε όλες εκείνες τις πολιτικές επιλογές που τελικά αποδείχθηκαν κρίκοι στην αλυσίδα συμμόρφωσης με τα δεδομένα των κοινωνικών συσχετισμών. Ενώ ο απολογισμός των «χαμένων ευκαιριών» αρχίζει πολύ πριν τις εκλογές του 2015, όταν η επιτελική ομάδα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πλαισιώθηκε από φιλόδοξους υπαλληλίσκους των κρατικών μηχανισμών, μεταγραφές των κυβερνητικών περιόδων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ή τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές του 2014, όταν εγκαινιάστηκαν συζητήσεις κορυφής με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα προκειμένου να καταγραφεί ένα νέο τοπίο στον εκλογικό χάρτη.

Μια στοιχειώδης «ανατροπή» θα ήταν η απουσία από το κυβερνητικό σχήμα ενός ανθρώπου με έκδηλη φιλαυτία και χωρίς πολιτικό έρμα στην ευαίσθητη θέση του βασικού διαπραγματευτή με την ΕΕ. Με κρίσιμο σημείο καμπής στη «διαπραγμάτευση» τη συμφωνία της 20/2/2015 χωρίς χρηματοδότηση, που εγκαινίασε την προδιαγεγραμμένη πορεία προς το χρηματοδοτικό αδιέξοδο. Ή την επιβολή capital controls αν όχι αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή, πάντως πολύ πριν τη διαρροή 45 δις ευρώ από τις τράπεζες. Για να αναφέρουμε μερικά μόνο από τα σημεία που θα σηματοδοτούσαν μια διαφορετική πορεία, η οποία θα επέλεγε τα σημεία σύγκρουσης με τον αντίπαλο από πλεονεκτικότερη για την Αριστερά θέση.

Η συστηματικότητα της απόκλισης από μια διαφορετική πορεία και της διαρκούς υποχώρησης σε ολοένα δυσμενέστερες θέσεις, δείχνει όμως ότι ούτε στρατηγική σύγκρουσης υπήρξε ως πρόθεση και σχεδιασμός, ούτε ποτέ άλλωστε υλοποιήθηκε. Η θεατρική παράσταση που δόθηκε απέβλεπε σε ένα πράγμα μόνο: στην προσαρμογή στο δεδομένο κοινωνικό συσχετισμό και την επικοινωνιακή διαχείρισή της. Έστω και αν αυτό σήμαινε μια προσωρινά «μη κανονική κανονικότητα».

4. Η απαξία των στερεοτύπων

Η «ανατροπή της ανατροπής» που συντελέστηκε στο συμβολικό επίπεδο στο διάστημα της πρώτης κυβερνητικής περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζεται με επίφαση κανονικότητας με τις διαρκείς «αξιολογήσεις» και την «έξοδο από τα μνημόνια» υπό καθεστώς κοινωνικού εξανδραποδισμού, έδειξε ανάγλυφα ότι μια αριστερή διαχείριση πρέπει τουλάχιστον να διαρρήξει τους δεσμούς με την «κάπως διαφορετική» κανονικότητα που σε όλες τις εκδοχές της μέχρι σήμερα προπαγανδίζει. Οι συνέπειες είναι συγκεκριμένες.

Το πρόβλημα του συσχετισμού δύναμης και της θέσης της εργασίας στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς δεν λύνεται με την ανάληψη της κυβερνητικής διαχείρισης και την εισαγωγή «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων» από τα πάνω. Η μεροληψία της κρατικής διαχείρισης υπέρ των υποτελών τάξεων και της εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνο όταν η κινητοποίηση των από κάτω μπορεί να τη στηρίξει και να την επιβάλει σε μια κοινωνία που θα αρχίσει έστω και οριακά να λειτουργεί στη βάση των αναγκών.

Και ειδικότερα. Το πρόβλημα π.χ. των κρατικών εσόδων δεν είναι κάτι που «λύνεται» με τη φορολογία, με τη «φορολόγηση του πλούτου» και άλλες προσφιλείς περί της μεθόδου εκφράσεις της διαχειριστικής Αριστεράς. Η ισχύς του κεφαλαίου στις αστικές κοινωνίες εκδηλώνεται με τους χίλιους δυο τρόπους με τους οποίους το κεφάλαιο ως άλλη λερναία ύδρα μπορεί να αποφεύγει την υπαγωγή σε ενιαίους κανόνες «συνεισφοράς στα κοινά», οι οποίοι άλλωστε δεν υφίστανται. Έχει και ιστορικά δειχτεί ότι χωρίς αλλαγή των συσχετισμών δύναμης κάθε απόπειρα αναδιανομής αναστρέφεται σε σύντομη χρονική περίοδο, είτε με τον πληθωρισμό είτε με ρητή αντιστροφή των «φιλολαϊκών» ρυθμίσεων μέσα στη γενική απαξία, είτε λόγω οικονομικού, είτε λόγω κοινωνικού «ισοπεδωτισμού».

Η «συντριβή» του κράτους μπορεί να ακούγεται σαν απομεινάρι άλλων εποχών, αλλά παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ. Διότι η απουσία της αποτελεί ένδειξη της διαιώνισης των υπαρκτών συσχετισμών δύναμης μέσα από μια ιστορικά στιγμιαία μεταμφίεση των μηχανισμών του κράτους και της «πολιτικής ταυτότητας» που αποκτούν μέσα από τη μάσκα των διαχειριστών τους. Η «εύκολη λύση» που προπαγανδίζουν οι αριστεροί διαχειριστές δεν υπάρχει: η αγορά δεν τιθασεύεται με «δημοκρατικό προγραμματισμό», τα έσοδα δεν ανακάμπτουν με τη φορολογία, η μεροληψία υπέρ της εργασίας δεν υλοποιείται από το Υπουργείο Εργασίας, τα κρατικά στεγανά δεν σπάνε με τον «κανόνα της πλειοψηφίας» (αλήθεια ποιας πλειοψηφίας; αυτής που «ανέθεσε» την «ανατροπή»; της κινηματικής; της σιωπηλής;).

Διότι ακόμη και στα «μικρά» η λογική του δοχείου δεν ισχύει: μια παρέλαση στην οποία στη θέση των εμβατηρίων παιανίζουν αντάρτικα παραμένει σε απελπιστικό βαθμό παρέλαση! Για να μην μιλήσουμε για την «αριστερή» λιτότητα που παραμένει λιτότητα, έστω με λίγη ανακουφιστική μέριμνα. Ή για τον εθνικισμό που ντύνεται με «αντιιμπεριαλιστικό» ένδυμα και παραμένει αποκρουστικός εθνικισμός.

Εκείνο όμως που αποτελεί τη μέγιστη φενάκη είναι η σύγκρουση «δημόσιου» και «ιδιωτικού» που τείνει να επικαλύψει όλες τις άλλες αντιφάσεις στη μέση αντίληψη του «αριστερού» εθνικού ακροατηρίου.

5. Το «δημόσιο» εχθρός της αγοράς;

Η σύγκρουση αυτή που έχει σημαδέψει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, εκτός από τη διάρκεια έχει και τη δεδομένη αποδοχή από όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού φάσματος, αν και με διαφορετικό κάθε φορά πρόσημο. Από πρώτη όψη, φαίνεται να υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο. Από τη μια η νεοφιλελεύθερη πολιτική αντίληψη στο δεξιό άκρο που ταυτίζει το κράτος με τη διαφθορά, τις «συντεχνίες», τις πελατειακές σχέσεις και τον «στραγγαλισμό» της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Από την άλλη η παραδοσιακή αριστερή αντίληψη σε όλες τις εκδοχές της που θέλει το κράτος να παίζει το ρόλο του προστάτη του δημόσιου συμφέροντος, του υπερασπιστή των αδυνάτων, της παρεμβατικής οικονομικής πρωτοβουλίας ως προθάλαμου του σοσιαλισμού με τις δημόσιες επιχειρήσεις και σχετικές πρωτοβουλίες.

Αν όμως αναζητήσει κανείς τη λογική κάτω από την επιφάνεια της σχηματικής επιχειρηματολογίας τότε θα δει ότι ο πυρήνας της διαφοράς μεταξύ των δυο «άκρων» συνίσταται στον «οικονομικό ρόλο του κράτους», στην παρεμβατικότητα του «κράτους» στην «οικονομία»: οι νεοφιλελεύθεροι τον θέλουν μηδενικό για να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία η αγορά, οι «αριστεροί» επιδιώκουν τη μεγιστοποίησή του ως εργαλείο για τη «σταδιακή μετάβαση στο σοσιαλισμό» όπως η παραδοσιακή αριστερή φιλολογία επιμένει να το χαρακτηρίζει. Στην ουσία η διαμάχη λαμβάνει τη μορφή σύγκρουσης δημόσιου οικονομικού σχεδιασμού απέναντι στην αόρατη χείρα της αγοράς. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα;

Συχνά βλέπουμε τις παραφυάδες των δυο αντίπαλων πολιτικών στρατοπέδων να διαπλέκονται στο εξ ορισμού ενδιάμεσο πολιτικό noman’s land. Έτσι, οι νεοφιλελεύθεροι είναι πρόθυμοι να «παραχωρήσουν» τομείς οικονομικής δραστηριότητας στο «κράτος», ιδίως εκεί που η αρχική κεφαλαιακή επένδυση έχει απαγορευτικό ύψος. Ή οι αριστεροί θα στιγματίσουν τη διαπλοκή «κράτους» (των άλλων) και επιχειρηματιών που προφανώς οι ίδιοι ως αδέκαστοι διαχειριστές θα εξαλείψουν από τη ρίζα της. Παραμένει όμως το «δημόσιο» ως αντίπαλο δέος της αγοράς.

Με μια «μικρή» λεπτομέρεια μόνο: το «δημόσιο» έστω και με τον πιο ακραίο παρεμβατικό οικονομικό ρόλο, όπως υπήρξε στη «σοβιετική» μορφή του ως «παλλαϊκό κράτος», ουδέποτε στάθηκε εχθρός της αγοράς. Εκεί μάλιστα με τη μορφή του «πλάνου» οργάνωνε τις αγορές σε ένα ιστορικά μοναδικό παράδειγμα μονοπωλιακής ρύθμισης κρατικού καπιταλισμού.

Το σύγχρονο «δημοκρατικό» κράτος των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών δεν υπολείπεται όμως και σε αυτό το ζήτημα. Εκτός από τη θεμελιακή λειτουργία του με την οποία ρητά διαχειρίζεται την αγορά εργασίας, διατηρεί επίσης έναν σημαντικό οικονομικό ρόλο αρχικά με τις κρατικές προμήθειες: οι «δημόσιοι» τομείς αποτελούν τους πρωταθλητές στη δημιουργία και οργάνωση των αγορών.

Οι αμυντικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού είναι πρωταρχικό εργαλείο παρέμβασης στην οικεία αλλά και στις διεθνείς αγορές.

Τα δημόσια έργα αποτελούν κομβικό εργαλείο δημιουργίας, συγκέντρωσης και συντήρησης αγορών και επιχειρήσεων.

Οι κατ’ εξοχήν «κοινωφελείς» υποδομές ενέργειας, υδάτων, επικοινωνιών κλπ., αφού αφαίμαξαν τον κρατικό προϋπολογισμό επί δεκαετίες, σήμερα κρίθηκαν ή κρίνονται ώριμες για τον ανταγωνισμό, με τη δημόσια αγορά να δίνει «ευλαβικά» τη θέση της στην ιδιωτική.

Αλλά και εκεί που υπάρχει, συντηρείται και παραμένει ένας δημόσιος πυλώνας στην οικονομική λειτουργία του κράτους (οι χώροι που η τρέχουσα κυβερνητική φιλολογία κατατάσσει σε «εθνικούς», όπως είναι η «δημόσια» υγεία, η παιδεία, κλπ.), η δημόσια όψη τροφοδοτεί μια σειρά ιδιωτικών αγορών (κατασκευών, προμηθειών, κλπ.) που λειτουργούν υπό την σκέπη της. Και ενώ η κύρια όψη συνίσταται στην επίσημη εγκαθίδρυση ιδιωτικών αγορών δίπλα στις δημόσιες, το ίδιο το προσωπικό που διαχειρίζεται τις δημόσιες λειτουργίες συχνά εγκαθιδρύει και τη δική του «μικρή αγορά» ώστε να αποκομίζει και ένα μικρό ή μεγάλο όφελος από τη θέση του. Η κρατική διαφθορά που «καταγγέλλουν» οι νεοφιλελεύθεροι δεν είναι τίποτε άλλο από τη γενίκευση των αγορών οπουδήποτε υφίσταται ή μπορεί να δημιουργηθεί ζήτηση.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα του πώς η κρατική διαχείριση μετασχηματίζει υπό αριστερή προμετωπίδα την παροχή μιας υπηρεσίας σε νέα αγορά, αποτελεί και το προσφυγικό: ενώ στην αρχή επιχείρησε να ελέγξει με κάποιο κεντρικό συντονισμό την παροχή υπηρεσιών προς μετανάστες, γρήγορα δημιούργησε και γιγάντωσε την αγορά των ΜΚΟ και των κεντρικών προμηθειών, για να καταλήξει στην παροχή χρηματικού επιδόματος και τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς «δικαιωμάτων» στη σίτιση και την επιβίωση. Το κράτος χρησιμοποιεί την ανάγκη για δημόσια υπηρεσία για να την υπαγάγει στη λειτουργία της αγοράς, ώστε για μια ακόμη φορά να υπαχθεί αυτή στις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας μέσα από τη λειτουργία του χρήματος.

Μπορεί λοιπόν να κατανοήσει κανείς μετά από αυτή τη σύντομη περιήγηση στην καθημερινότητα της κρατικής διαχείρισης ότι η προσκόλληση στη «δημόσια παρέμβαση» δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στη χρήση του κράτους για την αξιοποίηση των πελατειακών σχέσεων. Ο μανιώδης προσανατολισμός στους κρατικούς μηχανισμούς, κυρίως από την Αριστερά, έχει ως αποχρώντα λόγο το γεγονός ότι αποτελεί μια δεύτερη διέξοδο προς τις αγορές χωρίς τον καταναγκασμό της «επιχειρηματικότητας» και του σχετικού ρίσκου. Είναι μια «ασφαλής» και συχνά επικερδής δίοδος προς τον μαγικό κόσμο των αγορών.

Το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι εχθρός του ιδιωτικού αλλά ο χώρος που εγκαθιδρύεται, ωριμάζει και στη συνέχεια τροχιοδρομείται το ιδιωτικό, έστω και υπό τη μορφή του «δημόσιου συμφέροντος».

6. H νέα εποχή

Το «δημόσιο συμφέρον» που τόσο γρήγορα υποχώρησε μπροστά στην πίεση των δανειστών δεν ήταν τόσο ριζικά ασυμφιλίωτο με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που άμεσα υιοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αρκεί να έρθει η «ανάπτυξη», να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας (ξέρετε σαν αυτές τις εξαιρετικά ρυθμισμένες του τουρισμού!), να «πιάσουν τόπο οι θυσίες του ελληνικού λαού». Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε ένα total recall του σαμαροβενιζελικού θέρους του 2014.

Επενδυτική καταιγίδα προβλέπει ο πρωθυπουργός, ο οποίος επίσης διαπιστώνει ως τρίτος ότι δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες για καθυστερήσεις στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Την ανάγκη να «σχεδιάσουμε τη στρατηγική εξόδου από το δύσκολο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε» επισημαίνει ο υφυπουργός Οικονομίας Στέργιος Πιτσιόρλας. Πεδίο δόξης λαμπρό λοιπόν για τους συνεπείς διαχειριστές!

Όμως η κομβική διαπίστωση έρχεται από αλλού σε διάφορους τόνους: Η απόφαση του Eurogroup «απομακρύνει από την αβεβαιότητα την ελληνική οικονομία και μας επιτρέπει να σχεδιάσουμε, με σχετική ασφάλεια, το μέλλον» (Φέσσας / ΣΕΒ), «εξασφαλίζει στη χώρα δύο χρόνια πολιτικής σταθερότητας» (Σ. Πιτσιόρλας). Ο ίδιος ανέφερε ακόμη ως πολύ θετικό στοιχείο την ύπαρξη κυβέρνησης της Αριστεράς «γιατί κατάφερε να ολοκληρώσει βήματα που δύσκολα θα μπορούσε να κάνει άλλη κυβέρνηση». Ή σε διάλεκτο Τσίπρα: Βλέπετε κινητοποιήσεις στους δρόμους όπως το 2010 και 2011;

Βεβαίως, υπάρχουν και αδυναμίες: Πρέπει, να παραδεχτούμε ότι «ορισμένα πράγματα τα κάνουμε εντελώς λάθος αναφέροντας ως παράδειγμα ότι εισάγουμε το 98% των καρυδιών που καταναλώνονται στη χώρα, ύστερα από δεκαετίες επιδοτήσεων για αναδιάρθρωση καλλιεργειών» (Σ. Πιτσιόρλας).

Αν παραβλέψουμε αυτή τη μελανή σελίδα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τότε μάλλον ωριμάζουν οι επείγουσες ανάγκες και τα αιτήματα των «από κάτω», του κόσμου της δουλειάς, της νεολαίας, των ανέργων, των γυναικών, των αποκλεισμένων. Αν αποκτήσουν και σαφή προσανατολισμό στην κατεύθυνση της κοινωνικής ανατροπής, τότε ίσως υπάρξει λύση και για τον καημό του υφυπουργού με τα καρύδια.

Μήπως έτσι διαψευστεί και η υπεροπτική αντιμετώπιση της απόγνωσης των από κάτω από τον πρωθυπουργό…

Comments are closed.