Συνέντευξη του Γιάννη Μηλιού στον Σελιδοδείκτη με αφορμή το βιβλίο του: 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα.
Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με ορισμένα βασικά στοιχεία γύρω από τις έννοιες του έθνους και της εθνικής συνείδησης, το πώς διαμορφώνονται στο χώρο της Βαλκανικής για τους Έλληνες και τους άλλους βαλκανικούς λαούς (Σέρβοι, Βούλγαροι κ.λπ.) στις συνθήκες κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποιος ο ρόλος των εμπορευματο – χρηματιστικών σχέσεων, των εμπορικών δικτύων και της Γαλλικής Επανάστασης στη διαδικασία της εθνικοποίησης των χριστιανικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας;
Καταρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τη σχέση έθνους και εθνικισμού: δεν είναι το έθνος που παράγει τον εθνικισμό, αλλά αντίστροφα, ο εθνικισμός παράγει το έθνος. Το έθνος αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο της εποχής μετά τη Γαλλική Επανάσταση (κυρίως του 19ου και του 20ού αιώνα), δηλαδή, από ιστορική άποψη, ένα φαινόμενο σχετικά πρόσφατο. Πρόκειται για μια νέα μορφή συνοχής των πληθυσμών, που διαμορφώθηκε εντός των περιοχών όπου είχε κυριαρχήσει ο καπιταλισμός, αλλά δεν ταυτίζεται με το καπιταλιστικό κράτος και τον καπιταλισμό, ούτε «κατασκευάζεται» αποκλειστικά και μονομερώς από το καπιταλιστικό κράτος.
Ο εθνικισμός, ο οποίος δημιουργεί το έθνος, είναι ακριβώς η «εθνική πολιτικοποίηση» των πληθυσμών μιας περιοχής ή ενός κράτους, που «απαιτούν» ταυτόχρονα πολιτικά-συνταγματικά δικαιώματα και μια εθνικά «καθαρή» κρατική επικράτεια. Το έθνος συνδέεται έτσι με το (αστικό) κράτος διότι αποτελεί απαίτηση στο κράτος (και για κράτος, όσο αυτό δεν υπάρχει). Οι πληθυσμοί, την εποχή των εθνών, «αντιπροσωπεύονται» πλέον στο (αστικό) κράτος ως πολίτες. Το αστικό κράτος μετασχηματίζεται στη σύγχρονη «αντιπροσωπευτική» μορφή του. Πριν την εποχή των εθνικισμών, δηλαδή πριν την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, οι πληθυσμοί των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών αποτελούσαν υπηκόους των οποίων η υπαγωγή στην εξουσία διαμεσολαβείτο από διαφορετικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς (θρησκεία, όρκοι στον μονάρχη ή στους άρχοντες-πατρικίους, συστήματα «προνομίων» κλπ.). Πριν την εποχή του εθνικισμού και των εθνών, η λέξη «έθνος» σήμαινε «πλήθος» (ανθρώπων ή ζώων), ορδή, σμήνος κλπ.
Στην περίπτωση του 1821, Έλληνες ήταν εκείνοι οι ορθόδοξοι πληθυσμοί (ελληνόφωνοι, αλβανόφωνοι, βλαχόφωνοι …) που είχαν πολιτικοποιηθεί εθνικά, και από «Ρωμαίοι», όπως αυτοορίζονταν μέχρι το τέλος του 18ου ή τις αρχές του 19ου αιώνα οι ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν μετασχηματιστεί σε Έλληνες και αγωνίζονταν για «εθνική ελευθερία» και «φώτα», δηλαδή για ένα ανεξάρτητο συνταγματικό-δημοκρατικό κράτος, που θα ανασυστήσει, όπως πίστευαν (και διακήρυσσαν όλα τα επίσημα κείμενα της Επανάστασης), την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας στη νέα εποχή.
Η εθνικιστική ιδεολογία ξεκινάει πάντοτε από μικρές ομάδες διανοουμένων (π.χ. η ομάδα της Βιέννης του Ρήγα Φεραίου). Έθνος όμως έχουμε όταν η ιδεολογία αυτή γίνει κτήμα και κινητήρια δύναμη ευρύτερων πληθυσμιακών συνόλων. Βασικό ρόλο στην εθνική πολιτικοποίηση των μαζών παίζει η διάχυση των ιδεών του Διαφωτισμού, οι οποίες με τη Γαλλική Επανάσταση απέκτησαν ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός των δύο πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα έπαιξε έτσι αποφασιστικό ρόλο για την εθνική πολιτικοποίηση των μαζών.
Υπέδαφος για την ευρεία εθνική πολιτικοποίηση των μαζών, δηλαδή την ανάπτυξη του εθνικισμού, αποτέλεσαν οι διαδικασίες οικονομικής, ιδεολογικής και πολιτικής ενοποίησης, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, των χριστιανικών πληθυσμών και περιοχών που συνδέθηκαν με την αλματώδη ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων και των συναρτώμενων μαζί τους εμπορικών δικτύων. Οι διαδικασίες αυτές ενοποίησαν οικονομικά και πολιτικά τον αγροτικό χώρο με τα αστικά κέντρα (τα κέντρα του εμπορίου μακρινών αποστάσεων με το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και το εξωτερικό). Επρόκειτο για πρωτοφανείς κοινωνικές εξελίξεις τεράστιας σημασίας, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς στον αιτιακό πυρήνα της Επανάστασης. Η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών διαμορφώθηκε μέσα σε αυτές τις διαδικασίες, ως όψη τους.
Το ελληνικό έθνος, που διαμορφώνεται στην αρχή του 19ου αιώνα, είναι από τα αρχαιότερα όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως. Οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που δεν είχαν πολιτικοποιηθεί εθνικά συνέχιζαν και μετά την Επανάσταση να αυτο-ορίζονται ως «Ρωμαίοι» και ονόμαζαν την επίσημη καθαρεύουσα ελληνική γλώσσα «ρωμαϊκή» ή «ρωμαίικη». Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Κωνσταντίνος Μουσούρος, Οθωμανός πρέσβης στην Αθήνα την περίοδο 1834-1848, που μια αντιπαράθεσή του με τον βασιλέα Όθωνα οδήγησε σε προσωρινή διακοπή των ελληνοοθωμανικών διπλωματικών σχέσεων το 1846.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και μετά την Επανάσταση, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, δεν είχε διαμορφωθεί στα Βαλκάνια κανένα άλλο έθνος. Η γλώσσα των διοικητικών και εκκλησιαστικών (ορθόδοξων) μηχανισμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και η γλώσσα του εμπορίου ήταν η αττικίζουσα καθαρεύουσα, την οποία μάθαιναν όλα τα «προηγμένα στρώματα» ανεξαρτήτως της μητρικής τους γλώσσας (κοινή ελληνική, βουλγαρική, σερβική, βλαχική κλπ.). Αλλά και η μη εκκλησιαστική εκπαίδευση των χριστιανών παρέμενε ελληνική μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα: το πρώτο εξωεκκλησιαστικό βουλγαρικό σχολείο ιδρύθηκε μόλις το 1850, από τον Νάιντεν Γκέροφ (Найден Геров, 1823-1900), προδρομική προσωπικότητα του βουλγαρικού εθνικισμού.
Καθώς λοιπόν κατά την Επανάσταση, αλλά και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν είχε αναπτυχθεί στα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία κλπ. κανένας άλλος εθνικισμός πέραν του ελληνικού, οι επαναστάτες αλλά το πρώτο ελληνικό κράτος θεωρούσαν Έλληνες όλους τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς των περιοχών αυτών.
Χαρακτηριστικά, σε μια από τις τρεις προκηρύξεις που εξέδωσε στη Μολδαβία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24/2/1821, αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης, διαβάζουμε: «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτίναξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων». Και το 1824, ο Θεόδωρος Νέγρης (συντάκτης τον Νοέμβριο του 1821 της Νομικής Διατάξεως που διείπε τον Άρειο Πάγο – την προσωρινή διοίκηση της «Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος») σημείωνε: «Καθώς είναι δίκαιον να απολαμβάνουν τα Δικαιώματα του ελευθέρου πολίτου Έλληνος, ως γεννημένοι και κατοικούντες εις αυτήν την ελευθέραν γην χριστιανοί, απαράλλακτα δίκαιον είναι να τα απολαμβάνουν και οι αδελφοί αυτών, […]. Ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ, ο Ηπειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, […] ο Σύριος, ο Εφέσιος, ο Βυδινός, […]». Επίσης, το 1844, στην ομιλία του κατά την Εθνοσυνέλευση της Τρίτης Σεπτεμβρίου, ο Ιωάννης Κωλέττης δήλωνε: «ημείς, οίτινες φέροντες εις την μία χείρα την σημαίαν της θρησκείας, και εις την άλλην την της ελευθερίας εκοπιάσαμεν επί πολυετίαν δια την απελευθέρωσιν όλων εν γένει των ορθοδόξων χριστιανών».
Ιστορικά οι ρίζες της Μεγάλης Ιδέας, όπως διαπιστώνεται στο βιβλίο, βρίσκονται στην Επανάσταση (σελ. 179) αλλά και στις προεπαναστατικές κοινωνικές συνθήκες (σελ 40 – 49). Μπορείς να μας δώσεις ένα ιστορικό περίγραμμα ανάπτυξής της, επίσης πώς η γένεση και η εξέλιξή της συνδέονται με τις νέες κοινωνικοοικονομικές σχέσεις που διαμορφώνονται στον βαλκανικό και μεσογειακό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά, αλλά και με την ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού;
Θυμίζω την αντίληψη για την οποία μιλήσαμε πιο πριν, σύμφωνα με την οποία όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν Έλληνες. Εδώ βρίσκεται η ρίζα της «Μεγάλης Ιδέας», της επεκτατικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους κατά τον πρώτο αιώνα ύπαρξής του. Όμως η Μεγάλη Ιδέα αντλούσε επιχειρήματα και από την ηγετική θέση που κατείχε το ελληνικό κεφάλαιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με άλλα λόγια, καθώς ελληνικές επιχειρήσεις και κοινότητες είχαν έντονη παρουσία και συχνά κυριαρχούσαν οικονομικάστις διεκδικούμενες περιοχές, καθώς οι εθνικοί διανοούμενοι «αποδείκνυαν» την ιστορική «συνέχεια» και την (δια μέσου των αιώνων) «ελληνικότητα» των εδαφών αυτών, «θα έπρεπε» να ακολουθήσει η ελληνική σημαία. Αφότου όμως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (ιδίως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο) έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους οι άλλοι βαλκανικοί εθνικισμοί, τα πράγματα για τη Μεγάλη Ιδέα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Εντούτοις, μέχρι το τέλος της, εκτός από «απελευθέρωση», η Μεγάλη Ιδέα εμφανιζόταν και ως «εκπολιτισμός της Ανατολής». Ακόμα και το 1921, λίγο πριν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στην Ανατολία, το Υπουργείον των Εξωτερικών δήλωνε: «εις το ελληνικόν έθνος δια μίαν ακόμα φοράν ανατίθεται υπό της ανθρωπότητος το μέγα και ιερόν έργον του εκπολιτισμού της Ανατολής».
Η Μεγάλη Ιδέα εξασφάλιζε, πέρα από την πειθάρχηση του πληθυσμού στην εξουσία, το απαραίτητο «λαϊκό έρεισμα» για την επεκτατική πολιτική του ελληνικού κράτους και «ανέβαζε» το αξιόμαχο του στρατού. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι η Μεγάλη Ιδέα αποτελούσε ένα «λογικό ενδεχόμενο» ακόμα και για μεγάλο μέρος της «κοινής γνώμης» των «πολιτισμένων» (δηλαδή καπιταλιστικών) χωρών της εποχής. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Γερμανού ιστορικού Ferdinand Gregorovius (1821-1891), ο οποίος έγραφε το 1889 στο βιβλίο του Μεσαιωνική Ιστορία των Αθηνών: «Το άστρο της Αθήνας, που ξανανεβαίνει στον ορίζοντα της ιστορίας, μπορεί να ξανασκοτεινιάσει απ’ την Κωνσταντινούπολη, αν μετά την αποχώρηση των Οσμανλήδων από το Βόσπορο ξαναεμφανιστεί ο ελληνικός στρατός στην Αγιασοφιά και ξαναδημιουργηθεί ένα πολιτισμένο νεοελληνικό κράτος με κέντρο το Βυζάντιο, που θα τραβούσε σαν μαγνήτης τα ζωτικά πνεύματα της Ελλάδας» (ελλην. έκδοση 1994, Κριτική, τ. Γ΄: 470).
Από ποια ρεύματα της εποχής της τροφοδοτήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά η ελληνική Επανάσταση; Ποια η σχέση της με τον ευρωπαϊκό και νεοελληνικό διαφωτισμό;
Ο Διαφωτισμός, όπως ενσωματώνεται στα κείμενα του Ρήγα, του Κοραή, στην Ελληνική Νομαρχία κλπ. έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διάδοση του εθνικισμού και των ιδεών του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού και ρεπουμπλικανισμού.
Ο διαφωτισμός δένεται με τον εθνικισμό καθώς, όπως παρατηρεί ο Eric Hobsbawm, «στη θεωρία, ο στόχος […] ήταν η απελευθέρωση όλων των ανθρώπων» (Η εποχή των επαναστάσεων, ΜΙΕΤ 2002: 39), επομένως ταυτόχρονα απελευθέρωση από τον εθνικό ζυγό και την απολυταρχία. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της κήρυξής της, η Ελληνική Επανάσταση διακήρυξε τον ριζοσπαστικό διαφωτιστικό-αστικό χαρακτήρα της. Και, από την πρώτη στιγμή, συγκρότησε αντίστοιχους αστικούς-αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, στην προοπτική ίδρυσης ενός συνταγματικού αστικού κράτους. Τα Συντάγματα που ψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις του 1822, 1823 και 1827 καθιστούν απολύτως σαφή τον αστικό-διαφωτιστικό χαρακτήρα της Επανάστασης.
Σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις στηρίζεται η Ελληνική Επανάσταση και ποιους κοινωνικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς εισάγει με την επικράτησή της;
Η Επανάσταση συμπύκνωνε σε κοινωνικό επίπεδο μια συμμαχία της αστικής τάξης (έμποροι μακρινών αποστάσεων, πλοιοκτήτες, διευθύνοντες ή ιδιοκτήτες μεγάλων μανουφακτορικών επιχειρήσεων ή «συνεταιρισμών», προαγοραστές του προϊόντος αγροτών και οικοτεχνών, ενοικιαστές φόρων σε ευρύτερο περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο), των φιλελεύθερων διανοουμένων, των ενδιάμεσων στρωμάτων που είχαν ενταχθεί στις νέες υπό εξέλιξη αστικές σχέσεις (μεταξύ αυτών οι μικρού και μεσαίου βεληνεκούς βιοτέχνες, έμποροι και προαγοραστές και άλλοι ενδιάμεσοι και τοπικοί πολιτικοί μεσολαβητές-προύχοντες), των αγροτών, των προλεταρίων (ναυτών κλπ.) και άλλων φτωχών στρωμάτων της εποχής, υπό την ηγεμονία της αστικής εθνικιστικής στρατηγικής και των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού.
Τα Συντάγματα της Επανάστασης και οι αντιπροσωπευτικές διαδικασίες που αυτά καθιέρωσαν είναι δηλωτικά για την ίδρυση ενός νέου, ελληνικού, καπιταλιστικού κράτους στις μέχρι τότε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου επικράτησε η Επανάσταση. Μάλιστα, το Σύνταγμα του 1827 είναι το δημοκρατικότερο που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, αλλά ταυτόχρονα και το δημοκρατικότερο Σύνταγμα της εποχής σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Αλέξανδρος Σβώλος (1892-1956), ως καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, υποστηρίζει ότι «Το Σύνταγμα της Τροιζήνος είναι αξιοσημείωτον διά την αρτιωτέραν διατύπωσιν του συστήματος των ατομικών ελευθεριών» (Τα ελληνικά Συντάγματα 1822-1952, Στοχαστής, 1972: 26). Στο Σύνταγμα αυτό ορίζεται ότι «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας […] Η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού».
Στο πολιτικό επίπεδο, η Επανάσταση διέλυσε τις μορφές τοπικής εξουσίας, έθεσε τα θεμέλια ενός τυπικά αστικού κρατικού μηχανισμού, ανέδειξε και εγκαθίδρυσε αστικά κόμματα και συνεπώς μια τυπικά αστική πολιτική σκηνή, επέβαλε τις καπιταλιστικές δικαιακές μορφές, το καπιταλιστικό δίκαιο. Στο ιδεολογικό επίπεδο, εξασφαλίστηκε η κυριαρχία των αστικών ιδεολογικών υποσυνόλων: ο εθνικισμός και η αστική πολιτική ιδεολογία κυριαρχούν πλέον σε μόνιμη βάση πάνω στις θρησκευτικές και κοινοτιστικές ιδεολογίες. Η χριστιανορθόδοξη ιδεολογία υποβάλλεται έτσι σε μια διαδικασία μετασχηματισμού, κάτω από την ηγεμονία των κυρίαρχων αστικών ιδεολογικών υποσυνόλων. Διαμορφώνονται με την Επανάσταση οι όροι για τη σταθερή και μόνιμη κυριαρχία του κεφαλαίου, με το εμπορικό και ναυτιλιακό κεφάλαιο να αποτελούν τις επικρατούσες μερίδες του, αλλά και τη βάση για την επέκταση και διάχυση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στον χώρο της μεταποιητικής παραγωγής, όπως και των χρηματοπιστωτικών σχέσεων. Επιπλέον τίθεται σε κίνηση η διαδικασία γενίκευσης των σχέσεων ατομικής κατοχής της γης από τους αγρότες και εξασφαλίζεται η πρόσδεση της οικογενειακής αγροτικής οικονομίας στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το αστικό κράτος. Διασφαλίζονται έτσι οι βασικές προϋποθέσεις για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δηλαδή για την καπιταλιστική μεγέθυνση, κάτι που έγινε εμφανές στις επόμενες δεκαετίες.
Η ταξική συμμαχία των δυνάμεων της Επανάστασης εκφράστηκε μέσα από τις πολιτειακές μορφές που δημιούργησε η Επανάσταση (κυβέρνηση, Συνελεύσεις, εκλογικές διαδικασίες κλπ.), μέσα από τα ένοπλα σώματα, τις συνωμοτικές εταιρείες και τα κόμματα που αναδείχθηκαν κατά το τέλος των ένοπλων συγκρούσεων. Αν και η πάλη μεταξύ των ιδιαίτερων ταξικών συμφερόντων στο εσωτερικό της κοινωνικής αυτής συμμαχίας εκφράστηκε με πολλαπλές μορφές, εντούτοις εκδηλώθηκε πάντοτε διαμεσολαβημένα από την «ομογενοποιητική» λειτουργία του εθνικισμού.
Εντούτοις, το ταξικό υπόβαθρο των αντιπαραθέσεων συχνά ερχόταν στην επιφάνεια. Για παράδειγμα, η ήττα της «ομοσπονδιακής τάσης» (των προεστών της Πελοποννήσου), είχε ως υπόβαθρο την αντίθεση της πλειοψηφίας των λαϊκών μαζών (αγροτών, ναυτών κλπ.) προς τους προύχοντες και τους άλλους τοπάρχες. Αυτή όμως η ταξικής υφής αντίθεση δεν ήταν η μοναδική. Στο Μεσολόγγι για παράδειγμα, τα κατώτερα και μεσαία στελέχη των ενόπλων είχαν συστήσει τη μη μυστική «Αδελφότητα των Φιλοδικαίων», για να ελέγχουν τις αυθαιρεσίες και τις καταχρήσεις εξουσίας των ανώτερων αξιωματούχων. Η Αδελφότητα έφτασε μάλιστα να αριθμεί περί τα 2.000 μέλη το 1825. Ανάλογη δραστηριότητα είχε και η μυστική «Εταιρεία της Αδελφότητος» στην Τριπολιτσά, στην οποία ανήκαν κυρίως τεχνίτες και επαγγελματίες.
Ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός των Συνελεύσεων εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό την ταξική δυναμική των λαϊκών τάξεων, η οποία έκρινε και την έκβαση των δύο εμφυλίων πολέμων. Όπως συνέβη στην περίπτωση και άλλων αστικών-εθνικών επαναστάσεων, τέτοιες λαϊκές δυναμικές ηγεμονεύονται κατόπιν (και καταστέλλονται) από τη θεσμική-κρατική συγκρότηση της νέας αστικής εξουσίας.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στις Συνελεύσεις και τις εταιρείες δεν είχε διαμορφωθεί οποιαδήποτε συνείδηση περί ταξικών συμφερόντων και αντιθέσεων, αυτές με τη δράση τους ενσωμάτωναν και τάσεις που αμφισβητούσαν την πολιτική και πολιτειακή μορφή ύπαρξης του καπιταλισμού της εποχής: όχι απλώς το απολυταρχικό ή «περιορισμένα συνταγματικό» κράτος, αλλά επίσης και την αριστοκρατία του πλούτου και τους άρχοντες. Πρόκειται για διεθνές και όχι απλώς ελληνικό φαινόμενο. Η πολιτική στράτευση του Λόρδου Βύρωνα, είναι χαρακτηριστική: ταυτόχρονα υπέρ του πρώτου εργατικού κινήματος των Λουδιτών στη Βρετανία, και υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης, στην οποία εντάχθηκε τον Ιούλιο 1823.
Η προσπάθεια συγκρότησης κρατικής εξουσίας από τα πρώτα βήματα της Επανάστασης συνοδεύεται από ισχυρή κοινωνικοπολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις. Από την επίσημη ιστοριογραφία οι συγκρούσεις αυτές παρουσιάζονται ως σύγκρουση στρατιωτικών και πολιτικών και «ερμηνεύονται» είτε ως προαιώνια ελαττώματα της φυλής (παρωχημένη ιδεαλιστική ερμηνεία) είτε, σε πιο εκσυγχρονισμένες εκδοχές, ως μια σύγκρουση τοπικισμών. Ποιος τελικά είναι ο χαρακτήρας των εμφυλίων πολέμων, ποιο ρόλο είχαν στην εξέλιξη της επανάστασης και ποιο ρόλο έπαιξαν στην έκβασή τους, όπως και στην μετέπειτα πορεία του νεοελληνικού κράτους τα δύο δάνεια που σύναψε η κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου με τους Άγγλους δανειστές;
Την πρωτοβουλία για την Επανάσταση πήραν αρχικά τα αρχοντικά στρώματα των περιοχών που εξεγέρθηκαν, δηλαδή προεστοί (στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στη νοτιοανατολική Στερεά) και οπλαρχηγοί-αρματολοί (στη μεγαλύτερη έκταση της Στερεάς). Τα στρώματα αυτά είχαν ενταχθεί με διάφορους τρόπους στις νέες, καπιταλιστικές, σχέσεις, είτε ως προαγοραστές – κρίκοι στο εμπόριο μακρινών αποστάσεων – είτε ως πολιτικοί διαμεσολαβητές απέναντι στις οθωμανικές αρχές. Σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Στερεάς έπαιξαν και οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι που έσπευσαν στις επαναστατημένες περιοχές μετά την έκρηξη της Επανάστασης.
Η Επανάσταση στις περιοχές αυτές (Πελοπόννησος, Στερεά, νησιά) ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής κατά τα πρώτα τρία χρόνια του αγώνα, λόγω της στράτευσης στην ένοπλη πάλη μεγάλων μερίδων του πληθυσμού αγροτικών περιοχών και πόλεων, όπως τεκμαίρεται από τη μεγάλη συμμετοχή του ανδρικού πληθυσμού στις ένοπλες συγκρούσεις. Τα λαϊκά στρώματα και ιδίως οι ένοπλοι, έχοντας προσχωρήσει στον εθνικισμό, συγκροτήθηκαν σε οιονεί πολιτική δύναμη που διαφύλασσε και στήριζε το ριζοσπαστικό-φιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο του κράτους της Επανάστασης. Από τις τάξεις τους αναδείχθηκαν νέοι πολιτικοί ηγέτες (όπως π.χ. ο Μακρυγιάννης), πέρα από τους προεστούς, τους αρματολούς και τους διανοούμενους.
Από τις κοινωνικές δυνάμεις που εντάχθηκαν στην Επανάσταση αναδύθηκαν τρία πολιτικά ρεύματα:
Το «συντηρητικό ομοσπονδιακό ρεύμα» εκφράστηκε κυρίως από τους προεστούς της Πελοποννήσου (εμβληματική φυσιογνωμία ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης), οι οποίοι με την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης συγκρότησαν την Πελοποννησιακή Γερουσία και αρχικά ήταν αντίθετοι στη σύγκληση μιας ενιαίας εθνικής Βουλής. Οι προεστοί, όντας ταυτόχρονα σημαντικοί κρίκοι στα οικονομικά δίκτυα της περιοχής, ασκούσαν επιρροή σε μερίδες του πληθυσμού της Πελοποννήσου. Η ανάδειξη των ενόπλων ως νέου, αποφασιστικού, πόλου ισχύος υποχρέωσε όμως τους προεστούς να συναινέσουν στην προοπτική «εθνικού κοινοβουλίου» και να ενταχθούν στην ενιαία διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών.
Με υπόβαθρο την ισχύ των ενόπλων αναδείχθηκαν δύο άλλα πολιτικά ρεύματα, πέρα από το συντηρητικό-ομοσπονδιακό: Μιλώντας σχηματικά, πρόκειται για τη συγκεντρωτική-συντηρητική τάση αφενός, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και τη συγκεντρωτική-φιλελεύθερη υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το πρώτο από αυτά τα ρεύματα (η συγκεντρωτική-συντηρητική τάση) θεωρούσε απαραίτητο για την κεντροποίηση της εξουσίας τον περιορισμό των φιλελεύθερων θεσμών και του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος που εισήγαγε η Επανάσταση, ενώ το δεύτερο (η συγκεντρωτική-φιλελεύθερη τάση) ήταν εκείνη που κυρίως προώθησε τους ρεπουμπλικανικούς-συνταγματικούς θεσμούς της περιόδου 1821-27. Οι πολιτικοί ηγέτες της τάσης αυτής, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Θεόδωρος Νέγρης, σε συμμαχία αρχικά με τον Ιωάννη Κωλέττη, κατάφεραν να συνενώσουν τους οπλαρχηγούς της Στερεάς, με την ένοπλη ισχύ των οποίων επιβλήθηκαν στις αντίπαλες τάσεις κατά τους δύο εμφυλίους πολέμους που ξέσπασαν στο ελληνικό κράτος την περίοδο 1823-1824. Με τους εμφύλιος πολέμους ηττήθηκε η στρατηγική του ομοσπονδιακού κράτους και των τοπικών εξουσιών, όπως και εκείνη της «στρατιωτικής κυβέρνησης» (μιας «governo militare», όπως ζητούσε ο Κολοκοτρώνης) και εκμηδενίστηκε ο πολιτικός ρόλος των προεστών.
Τα δάνεια που συνήψε η κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσε η συγκεντρωτική-φιλελεύθερη τάση υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έπαιξαν ρόλο στην έκβαση των εμφυλίων πολέμων. Όμως, έπαιξαν επίσης ρόλο στην αναδιαμόρφωση των διεθνοπολιτικών συσχετισμών.
Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση αντιλήφθηκε, το αργότερο από το 1823, τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ιεράς Συμμαχίας, με τη διαφοροποίηση της βρετανικής πολιτικής από το 1822: για παράδειγμα, όταν η επαναστατική ελληνική κυβέρνηση κήρυξε στις 25/3/1822 ναυτικό αποκλεισμό των οθωμανικών λιμανιών, η βρετανική κυβέρνηση ανακήρυξε τη Βρετανία «ουδέτερη», πράγμα που σήμαινε ότι αναγνώριζε την «εμπόλεμη κατάσταση» μεταξύ ελληνικών και οθωμανικών δυνάμεων, επομένως «αναγνώριζε» στο πεδίο αυτό την ελληνική Αρχή. Η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση μπόρεσε έτσι, το 1824, να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για τα εξωτερικά δάνεια του ελληνικού κράτους, ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της εξελισσόμενης Επανάστασης.
Τα δάνεια ήταν αναγκαία, διότι σύμφωνα με τα στοιχεία που εξέτασε η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (30/3-18/4 1823), το ετήσιο έλλειμμα της επαναστατικής κυβέρνησης ήταν περίπου 24 εκατ. γρόσια: «σύνολον εξόδων 38, 616, 000 γροσίων απέναντι εσόδων 12, 846, 220 γρ.». Το έλλειμμα αυτό καθιστούσε ζωτική για τη συνέχιση του πολέμου τη σύναψη εξωτερικού δανείου.
Βεβαίως τα δάνεια δεν δόθηκαν από κυβερνήσεις αλλά από τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι οι διεθνείς χρηματαγορές είχαν προεξοφλήσει ήδη τη βιωσιμότητα του ελληνικού κράτος, μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του της περιόδου 1821-24. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και η διεθνής οικονομική συγκυρία, ο πιστωτικός «πυρετός» της δεδομένης στιγμής, που διευκόλυνε τη σύναψη επισφαλών δανείων με μη επισήμως αναγνωρισμένα κράτη, όπως η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία και κατόπιν η Ελλάδα.
Από την περίοδο αυτή, της σύναψης των εξωτερικών δανείων, και μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις προεξοφλούσαν επίσης, πέραν των χρηματαγορών, την τελική παγίωση κάποιας μορφής ελληνικής κρατικής οντότητας και παρενέβησαν, σύμφωνα με τα γεωπολιτικά της συμφέροντα η καθεμία, για την επίλυση του «ελληνικού ζητήματος».
Καθώς η απόβαση του αιγυπτιακού στρατού υπό τον Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο οδήγησε σε μια ιδιαίτερα αρνητική για την Επανάσταση εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων μετά το 1825, οι παρεμβάσεις των Δυνάμεων συνέβαλαν αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Με την ναυμαχία του Ναυαρίνου, στην οποία οι στόλοι των τριών Δυνάμεων (Βρετανίας, Γαλλίας, Ρωσίας) κατέστρεψαν τον αιγυπτιακό στόλο, στην ουσία τελείωσε ο επταετής πόλεμος με ήττα των Οθωμανών και των συμμάχων τους. Ταυτόχρονα βέβαια, η πολιτειακή μορφή και τα πρώτα σύνορα του ελληνικού κράτους καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις Δυνάμεις.
Στο έδαφος που δημιούργησε η αρνητική εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων μετά το 1825 και η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, η αντιπροσωπευτική-συνταγματική κρατική μορφή έδωσε προσωρινά τη θέση της στη βοναπαρτικού τύπου δικτατορία του Καποδίστρια (1828-31) – η οποία καταλύθηκε το 1832 με νίκη των «συνταγματικών» σε έναν τρίτο εμφύλιο πόλεμο – και την απόλυτη μοναρχία (1833-1843). Εντούτοις η δυναμική της πολιτικοποίησης των μαζών επέβαλε σύντομα (το 1843-1844) τη συνταγματική μοναρχία.
Στο βιβλίο γίνεται η διαπίστωση για «μετάπλαση» και επιλεκτική χρησιμοποίηση της Επανάστασης ως «εργαλείο» για να τεκμηριώνονται «ιδεολογικές (και πολιτικές) στάσεις στο εκάστοτε παρόν της εκφερόμενης αφήγησης». (σελ. 178-179). Θα θέλαμε: α. μια αναφορά στις βασικότερες ιδεολογικές χρήσεις της Επανάστασης από την πλευρά της επίσημης ιστοριογραφίας και, β συνοπτικά τη δική σου άποψη για τη διαμάχη του Γ. Κορδάτου και Γ. Ζεύγου γύρω από τον χαρακτήρα της επανάστασης.
Από τη μεριά της επίσημης ιστοριογραφίας προβάλλονται συνήθως ιδεολογικά σχήματα όπως η ιστορική συνέχεια και «αντίσταση στους κατακτητές» του ελληνικού «έθνους» από την αρχαιότητα, παρά τη δραματική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων και των ιστορικών εποχών και συνθηκών ανά τους αιώνες· η θεώρηση του ρεπουμπλικανικού-συνταγματικού καθεστώτος που θεμελίωσε η Επανάσταση την περίοδο 1821-1827 ως πολυαρχία και αναρχία· η υποτιθέμενη αντιπαράθεση των ενόπλων με τους «πολιτικούς», όταν και οι μεν και οι δε ήταν χωρισμένοι (και ενταγμένοι) στις τρεις πολιτικές παρατάξεις και τα κόμματα που διαμορφώθηκαν· οι «θεωρίες» περί υιοθέτησης ή επιβολής «ανοίκειων» και ως εκ τούτου «μη κατάλληλων» για την Ελλάδα «ξένων προτύπων» …
Η αριστερή ιστοριογραφία υποτίμησε τον αστικό-ριζοσπαστικό χαρακτήρα της Επανάστασης όταν κυριάρχησαν στο εσωτερικό της Αριστεράς οι θεωρίες περί «εξάρτησης» και «υπανάπτυξης» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, χοντρικά από τη δεκαετία του 1930 μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Η πρώτη περίοδος της αριστερής ιστοριογραφίας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Γεώργιο Σκληρό και την πρώτη έκδοση (1924) του βιβλίου του Γ. Κορδάτου Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση, παρά τις όποιες σχηματοποιήσεις και απλουστεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεώργιος Σκληρός, ασκώντας κριτική το 1908 προς τους «νατσιοναλίστες» που αρνούνταν ότι το 1821 ήταν αστική επανάσταση, έγραφε: «αναφορικώς με την Ελλάδα έπρεπε να μας αποδείξουν: […] Ότι η επανάστασή μας δεν ήταν καθόλου αστική, αλλ’ ότι την έκαναν ή οι φαναριώτες και λοιποί κοτσαμπάσιδες και προύχοντες ή έγινε για απλούς ιδεολογικούς εθνικούς λόγους» (Έργα, Επικαιρότητα, 1977: 391). Όμως, αυτές τις θέσεις που υποστήριζαν τότε οι «νατσιοναλίστες», οι εθνικιστές, υιοθέτησε στη δεκαετία του 1930 η επίσημη Αριστερά και οι υπόλοιποι οπαδοί της ελληνικής «εξάρτησης και υπανάπτυξης», κακοποιώντας τα ιστορικά δεδομένα. Την αρχή έκανε ο Γιάννης Ζέβγος [Ζεύγος], που ήδη το 1934 δημοσίευσε μια μπροσούρα με τίτλο Γιατί η Επανάσταση στην Ελλάδα θ’ αρχίσει σαν αστικοδημοκρατική. Το σκεπτικό του, το οποίο αποτέλεσε για δεκαετίες τον «κανόνα», προτάσσει το σχήμα της «προδοσίας» από την αστική τάξη και τους κοτσαμπάσηδες του εθνικού αγώνα τον οποίον διεξήγαγε ο ελληνικός λαός το 1821. Οι στόχοι της Επανάστασης (αστικό καθεστώς – εθνική ανεξαρτησία) παρέμειναν έκτοτε σε εκκρεμότητα, και θα τους πραγματοποιούσε το «σύγχρονο επαναστατικό κίνημα». Η επίθεση στον Κορδάτο έγινε σε αυτή τη βάση και είναι προφανώς εσφαλμένη.
Όμως ο Κόρδάτος, καίτοι υπερασπίστηκε απέναντι στον Ζέβγο τη θέση ότι την Επανάσταση σχεδίασαν και ξεκίνησαν Έλληνες αστοί, ακολούθησε τελικά, όπως και ο Ζέβγος, την πρακτική της ατεκμηρίωτης ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας «προσαρμόζοντας» και αυτός το Εικοσιένα στη μετά το 1934 επίσημη αριστερή προσέγγιση περί «ανολοκλήρωτης Επανάστασης», «αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας» και επικείμενης «δημοκρατικής επανάστασης».
Η 2η έκδοση του Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 είναι ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο ως προς την ομότιτλη έκδοση του 1924, στο οποίο διαβάζουμε: «η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. […] από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους εις την χώραν μας τους αστικοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και εκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους» (εκδ. Επικαιρότητα, 1972: 273).
Τελικώς, ούτε ο Ζέβγος, ούτε ο Κορδάτος (από τη δεκαετία του 1930 και μετά) προσφέρουν μια επαρκή μαρξιστική προσέγγιση στο 1821.