«ΣΥΡΙΖΑ 2004-2015: Από την Ανατροπή στο Μνημόνιο-3»

Απόσπασμα από κείμενό μου στις Θέσεις, τ. 134, κυκλοφορούν από 12/1/2016. Στη μνήμη του Μάρκου Λιάμου [Μιχάλη], 1950-2013.

[…]

4. Φάση Τρίτη (2012-14): Από την «αριστερή στροφή»

στη «βίαιη ωρίμανση»

[…]

4.6. Προτάσεις φορολογικής πολιτικής και στρατηγικές διαπραγμάτευσης στο ράφι:

Προετοιμάζοντας την «Κυβέρνηση της Αριστεράς»

[…]

4.6.2. «Επιτροπή Διαπραγμάτευσης»

Την Άνοιξη του 2013, σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο και την Επιτροπή Προγράμματος, ανέλαβα τη συγκρότηση, με την ιδιότητά μου ως Υπεύθυνου Οικονομικής Πολιτικής, μιας «Επιτροπής Διαπραγμάτευσης», με στόχο τη διερεύνηση των παραμέτρων της εσωτερικής και εξωτερικής σύγκρουσης που θα προέκυπτε μετά την επερχόμενη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.

Η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης λειτούργησε χωρίς δημόσια παρουσία, για ευνόητους λόγους που είχαν να κάνουν με το αντικείμενο, δηλαδή τη διερεύνηση των πιθανών μετώπων σύγκρουσης και τις εναλλακτικές τακτικές που θα μπορούσαν, ανά περίπτωση, να υπηρετήσουν τη στρατηγική της ανατροπής της λιτότητας και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Λειτούργησαν τρεις επιμέρους ομάδες εργασίας, μία για το οικονομικό σκέλος, προσομοιώνοντας σενάρια ανάλογα με την ενδεχόμενη χρονική στιγμή ανάληψης της κυβέρνησης, η δεύτερη για τη διερεύνηση των νομικών πλευρών της διαπραγμάτευσης, ενώ η τρίτη, με συντονιστή ένα έμπειρο σε διεθνείς διαπραγματεύσεις στέλεχος από τον επιχειρηματικό τομέα, με αντικείμενο τις τακτικές κινήσεις για τη στήριξη των στόχων της εκάστοτε φάσης και το επικοινωνιακό σκέλος.

Η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης παρουσίασε ένα «ντοσιέ» αναλύσεων και προτάσεων στην Επιτροπή Προγράμματος υπό τον Γιάννη Δραγασάκη τον Νοέμβριο 2013. Η Επιτροπή Προγράμματος θεώρησε τις αναλύσεις και προτάσεις αυτές υπερβολικά θεωρητικές και ουσιαστικά υπέδειξε στην Επιτροπή Διαπραγμάτευσης ότι δεν ήταν χρήσιμη για το Κόμμα. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης ανέστειλε τη λειτουργία της.

Ενδέχεται, όμως, η διχογνωμία μας με την Επιτροπή Προγράμματος υπό τον Γιάννη Δραγασάκη να μην σχετιζόταν με το υπερβολικό επίπεδο «θεωρητικής αφαίρεσης» των αναλύσεων και προτάσεών μας, αλλά να αφορούσε μια διαφορά στις θεωρητικές και πολιτικές οπτικές, αναφορικά με το χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς, τα συμφέροντα που θα καλείτο να εκπροσωπήσει, το περιεχόμενο και κυρίως την οξύτητα της επερχόμενης σύγκρουσης και τις ενδεικνυόμενες πολιτικές τακτικές.

Για να μπορέσει να κρίνει ο αναγνώστης σχετικά με τη μια ή την άλλη εκδοχή, με δεδομένο μάλιστα το τελεσμένο γεγονός της εξάμηνης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους «θεσμούς», παραθέτω χωρίς σχολιασμό ορισμένα αποσπάσματα από τα κείμενα που συνέταξε η βραχύβια Επιτροπή Διαπραγμάτευσης:

«Η διαπραγμάτευση δεν είναι μόνο εξωτερική

Η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μόνο τυπικά διαπραγμάτευση εκπροσώπων κυβερνήσεων. Στην πράξη θα είναι διαπραγμάτευση εκπροσώπων κοινωνικών μπλοκ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην εξουσία αυτό θα συμβαίνει μόνο επειδή η εργατική τάξη και μέρος των μεσαίων στρωμάτων θα τον έχει εμπιστευτεί για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους που θίγονται από τη λιτότητα. […]

Η κατάσταση θα είναι έκρυθμη, καθόλου δε θα προσομοιάζει με μια κυβερνητική αλλαγή ρουτίνας η ανάληψη από το ΣΥΡΙΖΑ […]

Σε ένα τεχνικό (αυτό δε σημαίνει ωστόσο μη-πολιτικό) επίπεδο η διαδικασία διαπραγμάτευσης αφορά το μακροοικονομικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας σχεδόν σε κάθε πτυχή του. Επίσης, αφορά τη θεσμική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας: όχι μόνο του οικονομικού μηχανισμού αλλά συνολικότερα της διοίκησης, του τρόπου λήψης, εφαρμογής και ελέγχου αποφάσεων, της δικαιοσύνης κλπ.

[…] Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός που αντιμετωπίζουμε δεν οργανώνεται μόνο σε επίπεδο μακροοικονομικής λιτότητας. Πρωτίστως ενδιαφέρεται για την οργάνωση οικονομικών και μη-οικονομικών θεσμών με στόχο να καταστεί η κοινωνία πιο συμβατή με το σύστημα των αγορών. […] Στα περισσότερα σημεία της διαδικασίας διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα, προϋποτίθεται ή εκτυλίσσεται ταυτόχρονα μία διαδικασία διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας μεταξύ των τάξεων και των κοινωνικών-οικονομικών στρωμάτων που τη συνθέτουν. (Ένα μικρό παράδειγμα: αν στο πλαίσιο καλύτερης οργάνωσης του εισπρακτικού φορολογικού μηχανισμού καταλήξουμε ότι πρέπει να θεσπίσουμε επαγγελματικό λογαριασμό των ελεύθερων επαγγελματιών ή on-line διασύνδεση όσων δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο και υποχρεούνται να κόβουν αποδείξεις, καταλαβαίνουμε τις εσωτερικές πολιτικές διαστάσεις της διαδικασίας διαπραγμάτευσης […]).

Η δική μας θέση στην εσωτερική και εξωτερική διαπραγμάτευση, σε ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο, θα πρέπει να είναι η εξής: Η πρόταση/υπεράσπιση ενός μακροοικονομικού υποδείγματος λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και μίας κατάλληλης θεσμικής οργάνωσης, σε αρκετά λεπτομερές επίπεδο, τα οποία θα εκφράζουν ως γενικό συμφέρον της χώρας την αναβαθμισμένη θέση των εργαζόμενων τάξεων στην οργάνωση και ιεραρχία της ταξικής κυριαρχίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Με άλλα λόγια ένα σχέδιο «παραγωγικής ανασυγκρότησης» το οποίο θα έχει ως γενικό κριτήριο οργάνωσής του την αναδιανομή πλούτου και ισχύος από πάνω προς τα κάτω. Με αυτή τη θέση θα προσέλθουμε στην εξωτερική διαπραγμάτευση, εφόσον έχει καταστεί ηγεμονική, πολιτικά και ιδεολογικά, στο εσωτερικό.

Βραχυπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος ορίζοντας διαπραγμάτευσης

Πρέπει να τεθεί ένας βραχυπρόθεσμος και ένας μακροπρόθεσμος ορίζοντας της στρατηγικής.

Ο βραχυπρόθεσμος ορίζοντας αφορά την κατάργηση της λιτότητας. […] Το ερώτημα είναι τι θεωρούμε «λύση». Ευσταθής καπιταλισμός δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς, συνεπώς το ζήτημα είναι υπέρ ποιου τίθεται η πολιτική. Η άοσμη και ουδέτερη χρήση της λέξης ανάπτυξη δεν ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά τον αντίπαλο. […]

Ο μακροπρόθεσμος στόχος της στρατηγικής που πρέπει να εκφωνείται ως τέτοιος είναι ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Δεν μπορεί να αναφέρεται απλώς η τραπεζική ένωση, ή απλώς μια τράπεζα επενδύσεων της Ευρώπης ως λύση. Το μέτρο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν είναι καθόλου “ριζοσπαστικό”, είναι ενσωματωμένο στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, θα είναι υποχρεωτικά κάτω από το όριο διαβίωσης και θα συμπληρώνεται από μαύρη εργασία. Πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση το μοντέλο των παραγωγικών σχέσεων του νεοφιλελευθερισμού. Σε συνδυασμό με τις πολιτικές και πολιτειακές μεταρρυθμίσεις πρέπει να τεθεί η αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων προς την κατεύθυνση της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής ως στόχος. Αυτός ο στόχος συνάδει με το αίτημα για διαφάνεια και δημοκρατία […]

Στρατηγικοί ελιγμοί

Η σωστή διαχείριση του χρόνου είναι, μικροσκοπικά, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της διαπραγμάτευσης. Οι διάφορες ενέργειες επίσημου χαρακτήρα που θα ληφθούν, και η μορφή των επιμέρους σχετικών ανακοινώσεων, πρέπει να τοποθετούνται χρονικά και ποιοτικά με τέτοιον τρόπο ώστε:

  • Να επιτρέπουν την εκ των προτέρων αξιολόγηση της αντίδρασης των αντιδιαπραγματευόμενων μερών (στο μέτρο του εφικτού).
  • Να μην διευκολύνουν την αντίστοιχη αξιολόγηση από τα αντιδιαπραγματευόμενα μέρη.
  • Να επιτρέπουν τη χωρίς τετελεσμένα ενδιάμεση αναζήτηση συμμαχιών, καθώς και την τέλεση άλλων υποστηρικτικών ενεργειών (π.χ. εφαρμογή εσωτερικής και εξωτερικής επικοινωνιακής στρατηγικής).
  • Να επιτρέπουν τη σωστή προετοιμασία μας βάσει πραγματικών δεδομένων.
  • Να επιτρέπουν, στο μέτρο του εφικτού, τη δυνατότητα διαχείρισης χρόνου από εμάς.

[…]

Τα στάδια της Προσαρμογής και της Εφαρμογής δεν μπορούν να καθοριστούν σε αυτή τη φάση διότι εξαρτώνται από τα αποτελέσματα / δεδομένα των προηγούμενων φάσεων.

Πρέπει παρόλα αυτά να γίνουν κατανοητά τα παρακάτω:

Η παραπάνω διαδικασία έχει πολύ λίγες πιθανότητες να οδηγήσει σε κοινά αποδεκτές λύσεις. Το αποτέλεσμα θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η μη εύρεση συμφωνίας και η νομοθετική θέσπιση του Σχεδίου, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών (όπως και εάν δεν ακολουθούνταν η διαδικασία εξ αρχής). Θα έχει δώσει όμως τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση να μπει στη “μάχη”, έχοντας καλύτερη κατανόηση των ισορροπιών και των πραγματικών δεδομένων, και έχοντας πιθανώς επιτύχει να σχηματίσει τις κατάλληλες συμμαχίες.

[…] Η αύξηση της επιθετικότητας της διαπραγμάτευσης είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαθέσιμου χρόνου, ενώ η μείωση της επιθετικότητας ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο συμβιβασμού – και αυτή είναι μια ισορροπία που θα πρέπει να καθορίζεται δυναμικά από τις εκάστοτε πολιτικές αποφάσεις». (Οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν).

[…]

8. Η πολιτική της ανατροπής που δεν δοκιμάστηκε

Με την τελική αποδοχή του νεοφιλελεύθερου πλαισίου διακυβέρνησης στις 13/7/2015, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε τελειωτικά σε παρένθεση τη δέσμευση αλλά και την προοπτική άμεσης εφαρμογής ενός αριστερού προγράμματος διακυβέρνησης. Πλέον το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» έχει αποκτήσει ένα τελείως διαφορετικό νόημα σε σχέση με αυτό που είχε λίγους μήνες πριν.

Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασε από την εκλογική επιρροή του 4,5% στο 36% και την κυβέρνηση με βάση την υπόσχεση ότι θα εφαρμόσει «καλύτερα» ή «φιλολαϊκότερα» το 100% του Μνημονίου (όπως κάνει σήμερα), ούτε με βάση τη θέση ότι συμφωνεί με το 70% του Μνημονίου, όπως διακήρυξε δια του τότε Υπουργού Οικονομικών λίγες μέρες μετά την εκλογική του νίκη (βλ. υποσημείωση 58). Μάλιστα αν ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή είχε διακηρύξει ότι συμφωνεί με το 70% του Μνημονίου μάλλον δεν θα είχε ούτε καν την τύχη της ΔΗΜΑΡ, που το 2012 υποσχόταν να αγωνιστεί για τη «σταδιακή απαγκίστρωση» από το Μνημόνιο. Κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή, θα γινόταν και πάλι μια «εξωκοινοβουλευτική δύναμη», έχοντας την τύχη του Συνασπισμού το 1993, μετά το φιάσκο της περίφημης επιχείρησης «κάθαρσις!» του 1989, που εξελίχθηκε υπό την αιγίδα του διεκδικητή της κυβέρνησης αρχικά και κατόπιν πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Αυτό που προκύπτει από τη μακροσκελή ανάλυση που περιέχεται στο ανά χείρας κείμενο είναι ότι η πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση από τις 25 Ιανουαρίου 2015 και μετά δεν ήταν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε απέρρεε από αυτό καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το Γραφείο του Προέδρου, έχοντας ήδη η ίδια εξαρχής επιλέξει το δρόμο που οδηγούσε στον συμβιβασμό με το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο διακυβέρνησης και τις εγχώριες και διεθνείς δυνάμεις που το στηρίζουν, συνθηκολόγησε διότι εντός του πλαισίου αυτού «δεν υπήρχε εναλλακτικός δρόμος».

[…]

Comments are closed.