«1821: Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου σου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια». Ας ιχνηλατήσουμε λοιπόν, ως μια μικρή-μικρή περίληψη. Πρώτα το Έθνος…
Α) Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι το έθνος είναι δημιούργημα του εθνικισμού. Δηλαδή ο εθνικισμός (οι εθνικισμοί) δεν προκύπτει από το έθνος (τα έθνη) αλλά αντίστροφα: Το έθνος προκύπτει από τον εθνικισμό, δηλαδή συνιστά «εθνική πολιτικοποίηση» των μαζών, των πληθυσμών. Η εθνικιστική ιδεολογία ξεκινάει πάντοτε από μικρές ομάδες διανοουμένων. Έθνος όμως έχουμε όταν η ιδεολογία αυτή γίνει κτήμα και κινητήρια δύναμη ευρύτερων πληθυσμιακών συνόλων.
Β) Το έθνος αποτελεί μια κοινωνική σχέση, μια κατάσταση κοινωνικής συνοχής πληθυσμών σχετικά πρόσφατη στην ανθρώπινη ιστορία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη εθνών πριν την Αμερικανική ή τη Γαλλική Επανάσταση. Κατά βάση η δημιουργία εθνών είναι ιστορικό φαινόμενο του 19ου και του 20ού αιώνα. Το ελληνικό έθνος, που διαμορφώνεται στην αρχή του 19ου αιώνα, μετά τα κείμενα του Ρήγα, είναι από τα αρχαιότερα όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως. Μάλιστα, ο RoderickBeaton, Ομότιμος Καθηγητής νεότερης και βυζαντινής ιστορίας στο KingsCollege του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, στην Έδρα «Κοραής», γράφει για την Επανάσταση και την Ελλάδα: «Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε το 1830, το πρώτο από τα νέα έθνη-κράτη της Ευρώπης» (RoderickBeaton [2013], Byron ’ s War, Cambridge: CambridgeUniversityPress, σ. 346). Πριν την εποχή του εθνικισμού και των εθνών, η λέξη «έθνος» σήμαινε «πλήθος» (ανθρώπων ή ζώων), ορδή, σμήνος κλπ. Μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 18ου αιώνα, οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αυτοαποκαλούντο «Ρωμαίοι» και ονόμαζαν την επίσημη ελληνική (καθαρεύουσα) γλώσσα «ρωμαϊκή» ή «ρωμαίικη».
Γ) Στοιχείο της εθνικιστικής ιδεολογίας είναι η κατασκευή μιας υποτιθέμενης εθνικής ιστορίας αιώνων ή χιλιετηρίδων, και αυτό γίνεται πεποίθηση του «εθνικά πολιτικοποιημένου» πληθυσμού. Όλα τα έθνη θεωρούν επομένως πως έχουν αρχαία ή έστω παλαιά καταγωγή και ιστορία.
Δ) Καθώς κατά την Επανάσταση, αλλά και αργότερα, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν είχε αναπτυχθεί στα Βαλκάνια, στη Μικρά Ασία κλπ. κανένας άλλος εθνικισμός πέραν του ελληνικού, οι επαναστάτες θεωρούσαν Έλληνες όλους τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς των περιοχών αυτών. Χαρακτηριστικά, σε μια από τις τρεις προκηρύξεις που εξέδωσε στη Μολδαβία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24/2/1821, δηλαδή αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης, διαβάζουμε: «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτίναξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων». Και το 1824, ο Θεόδωρος Νέγρης (συντάκτης τον Νοέμβριο του 1821 της Νομικής Διατάξεως που διείπε τον Άρειο Πάγο – την προσωρινή διοίκηση της «Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος») σημείωνε: «Καθώς είναι δίκαιον να απολαμβάνουν τα Δικαιώματα του ελευθέρου πολίτου Έλληνος, ως γεννημένοι και κατοικούντες εις αυτήν την ελευθέραν γην χριστιανοί, απαράλλακτα δίκαιον είναι να τα απολαμβάνουν και οι αδελφοί αυτών, […]. Ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ, ο Ηπειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, […] ο Σύριος, ο Εφέσιος, ο Βυδινός, […]». Επίσης, το 1844, στην ομιλία του κατά την Εθνοσυνέλευση της Τρίτης Σεπτεμβρίου, ο Ιωάννης Κωλέττης δήλωνε: «ημείς, οίτινες φέροντες εις την μία χείρα την σημαίαν της θρησκείας, και εις την άλλην την της ελευθερίας εκοπιάσαμεν επί πολυετίαν διά την απελευθέρωσιν όλων εν γένει των ορθοδόξων χριστιανών».
Πάμε λοιπόν στο κράτος…
Α) Σύμφωνα με όσα ήδη είπαμε, το έθνος είναι εξ ορισμού «πολιτικό», δηλαδή από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του τοποθετείται στο εσωτερικό μιας (οιονεί) κρατικής επικράτειας. Αποτελεί απαίτηση των μαζών στο κράτος (και για κράτος, όσο καιρό αυτό δεν υπάρχει). Η απαίτηση αυτή απευθύνεται κατ’ αρχάς στο εσωτερικό του κράτους: αφενός για πολιτικά δικαιώματα και αφετέρου για εθνική «σαφήνεια» και «καθαρότητα». Παράλληλα όμως είναι και απαίτηση προς το εξωτερικό του κράτους: για την επέκταση της επιρροής του κράτους και τη «διόρθωση» των συνόρων του. Επομένως ο εθνικισμός εμφανίζεται με δύο πρόσωπα. Αφενός ως «τάση ελευθερίας», δηλαδή απαίτηση για ανεξαρτησία και συνταγματικά-λαϊκά δικαιώματα – και αυτή είναι η κύρια όψη της Επανάστασης. Αφετέρου ως «τάση ολοκληρωτισμού», δηλαδή απαίτηση για «εθνική καθαρότητα» και κατίσχυση έναντι των «άλλων» (εθνών ή κρατών). Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, που είναι ο κανόνας στα παγιωμένα κράτη της εποχής μας, ο εθνικισμός στηρίζει τις πιο επιθετικές και μιλιταριστικές επιδιώξεις στη διεθνή σκηνή.
Β) Αξίζει να επιμείνουμε εδώ στο ζήτημα των δικαιωμάτων και του συνταγματισμού. Από την πρώτη στιγμή της κήρυξής της, η Ελληνική Επανάσταση διακήρυξε τον ριζοσπαστικό διαφωτιστικό χαρακτήρα της. Και, από την πρώτη στιγμή, συγκρότησε αντίστοιχους αστικούς-αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, στην προοπτική ίδρυσης ενός συνταγματικού αστικού κράτους. Το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε δηλαδή de facto το 1821-1822, όταν διαμόρφωσε τους πρώτους ρεπουμπλικανικούς μηχανισμούς διοίκησης και εξουσίας του και τους συνταγματικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης των μαζών που αναγνωρίζονταν σε αυτό. Το κράτος αυτό που ίδρυσε η Επανάσταση, ακριβώς επειδή επρόκειτο για Επανάσταση με μοντέρνα, εθνικά, χαρακτηριστικά, αποτέλεσε τομή στην ιστορία όχι μόνο του ελλαδικού αλλά και του ευρωπαϊκού γεωγραφικού χώρου. Εισήγαγε πρωτοφανείς ιστορικά θεσμικές και πολιτειακές αλλαγές. Με άλλα λόγια, η εθνική πολιτικοποίηση των μαζών σήμαινε ταυτόχρονα απαίτηση για θεσμούς αντιπροσώπευσης και για ένα κράτος «πολιτών», που ήταν βεβαίως ένα αστικό (καπιταλιστικό) κράτος. Στο πρώτο αυτό κράτος της Επανάστασης, από το 1821 μέχρι το 1827, διαμορφώθηκαν νέοι τρόποι συμμετοχής των πληθυσμών στην Πολιτεία, δηλαδή υπαγωγής τους, διά της κρατικής μορφής, στις κοινωνικές σχέσεις (καπιταλιστικής) εξουσίας. Ήδη με το πρώτο Σύνταγμα (Γενικόν Προσωρινόν Πολίτευμα ή Σύνταγμα Πολιτικόν της Ελλάδος) που ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση την 1/1/1822 κατοχυρώνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, με πρώτο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, καταργείται το ασιατικό (οθωμανικό και εκκλησιαστικό) δίκαιο, υιοθετείται το γαλλικό εμπορικό δίκαιο, θεσμοθετείται η διάκριση ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, καθώς ορίζονται δύο σώματα, το Βουλευτικόν και το Εκτελεστικόν, ενώ η μη θέσπιση του αξιώματος του αρχηγού κράτους εκφράζει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το ρεπουμπλικανικό-συνταγματικό χαρακτήρα μιας (αστικής) εξουσίας που απορρίπτει ανεπιφύλακτα το μοναρχικό-δεσποτικό παρελθόν.
Γ) Καθώς το κράτος είναι εκεί για να εκφράσει τη «βούληση του έθνους», οι κοινωνικές διαφορές που διασχίζουν την κοινωνία συγκαλύπτονται. Για να το πω ορθότερα, το έθνος-κράτος γίνεται «ενότητα των ανταγωνιστικών τάξεων», των εκμεταλλευτών και όσων υπόκεινται στην εκμετάλλευση, των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων, και η κοινωνική σύγκρουση τίθεται εκτός ορατού πεδίου. Μάλιστα, όταν αυτή η σύγκρουση παίρνει ανοιχτές μορφές, κάτι που συνέβη τόσες φορές στη νεότερη ελληνική ιστορία αρχής γενομένης από τους δύο εμφυλίους πολέμους στη διάρκεια της Επανάστασης, της αποδίδονται συχνά από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το έθνος: «ξενοκίνητη ανταρσία», «ξενόδουλη ολιγαρχία», «προδότες», κ.λπ.
Δ) Για να επανέλθω λοιπόν στην πρώτη σου ερώτηση, Βασίλη, όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι όταν μιλάμε για τον εθνικισμό και το έθνος δεν μιλάμε απλώς για «ιδέες»· μιλάμε κυρίως για «τον κυρίαρχο λαό» και το κράτος, ή για το σύνολο των κοινωνικών τάξεων μιας επικράτειας, όπως αυτό «ομογενοποιείται» εντός των θεσμών ενός (οιονεί) κράτους.
Και στη Μεγάλη Ιδέα – την είδαμε στη Μικρασιατική Καταστροφή, …
Σου θυμίζω την αντίληψη για την οποία μιλήσαμε πιο πριν, ότι όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν Έλληνες. Εδώ βρίσκεται η ρίζα της «Μεγάλης Ιδέας», της επεκτατικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους κατά τον πρώτο αιώνα ύπαρξής του. Όμως η Μεγάλη Ιδέα αντλούσε επιχειρήματα και από την ηγετική θέση που κατείχε το ελληνικό κεφάλαιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με άλλα λόγια, καθώς ελληνικές επιχειρήσεις και κοινότητες έχουν έντονη παρουσία και πολλές φορές κυριαρχούν οικονομικάσε όλες σχεδόν τις διεκδικούμενες περιοχές, καθώς οι εθνικοί διανοούμενοι και ιστορικοί «αποδεικνύουν» την ιστορική «συνέχεια» και την (διά μέσου των αιώνων) «ελληνικότητα» των εδαφών αυτών, «θα έπρεπε» να ακολουθήσει η ελληνική σημαία. Καθώς όμως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους οι άλλοι βαλκανικοί εθνικισμοί, τα πράγματα για τη Μεγάλη Ιδέα γίνονταν όλο και πιο δύσκολα. Εντούτοις, μέχρι το τέλος της, εκτός από «απελευθέρωση», η Μεγάλη Ιδέα εμφανιζόταν και ως «εκπολιτισμός της Ανατολής». Ακόμα και το 1921, λίγο πριν την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στην Ανατολία, το Υπουργείον των Εξωτερικών δήλωνε: «εις το ελληνικόν έθνος διά μίαν ακόμα φοράν ανατίθεται υπό της ανθρωπότητος το μέγα και ιερόν έργον του εκπολιτισμού της Ανατολής».
Επιμένεις ότι η Επανάσταση του 1821 δεν ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα…
Απλώς επισημαίνω κάτι που είναι γνωστό στην ιστορική έρευνα. Για παράδειγμα, όπως ανέλυσε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο καθηγητής Μεσαιωνικής και Νεωτέρας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Απόστολος Β. Δασκαλάκης, «την 25ην Μαρτίου ουδείς ευρίσκετο εις την Λαύραν διά να κηρύξη την επανάστασιν, η οποία άλλωστε είχε κηρυχθή». Στις 25 Μαρτίου, στην Πελοπόννησο είχαν ήδη καταληφθεί η Καλαμάτα και τα Καλάβρυτα, ενώ πολιορκείτο από τους επαναστάτες η Πάτρα. Μάλιστα, ο Βασίλης Κρεμμυδάς δήλωνε το 2016 ότι θεωρεί τα περί Αγίας Λαύρας τον μεγαλύτερο μύθο γύρω από την Επανάσταση. Η 25η Μαρτίου είναι, ως γνωστόν, η εορτή του Ευαγγελισμού για την ορθόδοξη εκκλησία. Έτσι το ελληνικό κράτος από το 1838, με διάταγμα που υπέγραψαν ο βασιλεύς Όθων και ο υπουργός («Γραμματεύς της Επικρατείας») επί των Εκκλησιαστικών Γ. Γλαράκης, θέλησε συμβολικά να συνδέσει «ελληνισμό και ορθοδοξία». Όμως, ο μύθος της Αγίας Λαύρας θέτει επιπλέον «εντός παρενθέσεως» το γεγονός ότι η Επανάσταση κηρύχθηκε, από τον ίδιο τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρο Υψηλάντη, πολύ μακριά από τη σημερινή Ελλάδα, στις ημιαυτόνομες Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, δηλαδή στη σημερινή Ρουμανία. Επομένως, η επιλογή της Αγίας Λαύρας και της 25ης Μαρτίου αποκρύβει ένα ερώτημα που βρίσκεται, εντούτοις, μπροστά στα μάτια μας: πώς και η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε στη Ρουμανία; Στο ερώτημα αυτό απαντήσαμε ήδη: οι επαναστάτες θεωρούσαν Έλληνες όλους τους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων, καίτοι η πλειοψηφία των πληθυσμών αυτών δεν είχε ακόμα διαμορφώσει κάποια εθνική συνείδηση, ήταν αεθνείς.
Η ελληνική επανάσταση ήταν μεμονωμένο περιστατικό ή συνδέονταν με γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή και την Ευρώπη;
Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ένα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γεγονός μεγάλης σημασίας. Αποτέλεσε μια τομή εντός του ιστορικού πλαισίου που είχε εγκαινιάσει η Γαλλική Επανάσταση και στη συνέχεια οι ναπολεόντειοι πόλεμοι. Στο πνευματικό-ιδεολογικό αυτό πλαίσιο στις αρχές του 19ου αιώνα, με την αντίθεση στο καθεστώς της απόλυτης μοναρχίας να διατηρείται και μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1815, και τις αντικαθεστωτικές μυστικές «Εταιρείες» να πληθαίνουν σε διάφορες χώρες, η ελληνική Επανάσταση έγινε αμέσως αντιληπτή, σε μια απολυταρχικά διοικούμενη Ευρώπη, ως κίνηση «ανατρεπτική της καθεστηκυίας τάξεως» και εξασφάλισε υποστήριξη από ριζοσπαστικούς κύκλους τόσο στην Ευρώπη όσο και πέραν αυτής. Με το κίνημα των «Φιλελλήνων», όπως ονομάστηκαν οι ριζοσπάστες αυτοί που εντάχθηκαν ή ενίσχυσαν με διάφορα μέσα την Ελληνική Επανάσταση, αυτή διατηρήθηκε στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια επικαιρότητα καθ’ όλη τη διάρκειά της.
Ενώνει όλους τους Έλληνες η Επανάσταση του 1821; Ή ερμηνεύεται και αξιοποιείται ως προς τα μηνύματά της διαφορετικά;
Η Επανάσταση αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους Έλληνες. Από εκεί και πέρα, όπως υπαινίσσεσαι, αξιοποιείται και ερμηνεύεται διαφορετικά. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα είναι συνηθισμένη μια επιλεκτική χρησιμοποίηση όψεων της Επανάστασης ή συγκεκριμένων (πραγματικών ή μη) γεγονότων, με στόχο να «τεκμηριωθεί» μια συγκεκριμένη ιδεολογική (και πολιτική) στάση απέναντι στην Ιστορία, η οποία να είναι δραστική στο εκάστοτε παρόν της εκφερόμενης «ανάλυσης».
Τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από το 1821 στη χώρα μας πώς τον κρίνεις;
Όπως και σε προηγούμενες «σημαδιακές» επετείους, στα 100 (το 1921) και στα 150 (το 1971) χρόνια από την Επανάσταση, φαίνεται ότι επιλέγονται τρόποι χρησιμοποίησης του 1821 για να διατυπωθούν για μια ακόμα φορά κοινοτοπίες όπως «οι Έλληνες όταν ομονοούν μεγαλουργούν», ή για να προβληθεί το «λαμπρό μέλλον» που βρίσκεται μπροστά μας.Η Επιτροπή «Ελλάδα 2021» έδωσε σαφές δείγμα γραφής για το πώς αντιλαμβάνεται την «κληρονομιά» του 1821 με το βίντεο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 2020 στο Καλλιμάρμαρο, με μουσική υπόκρουση το «Ας κρατήσουν οι χοροί»: ανάδελφον έθνος, εθνική ομοψυχία και λαμπρό μέλλον φαίνεται να αποτελεί το πλαίσιο. Η Γιάννα Αγγελοπούλου εξήγησε άλλωστε για όσους δεν κατάλαβαν: «Σε αυτά τα 200 χρόνια, η “σύναξή” μας ξεδιπλώθηκε, μεγάλωσε. Ο “δεσμός μας πύκνωσε”. Πολλές φορές πέσαμε αλλά ξανασηκωθήκαμε και “οι παρέες μας συνέχισαν να γράφουν ιστορία”. Το 2021 κοιτάζουμε μπροστά. Σμίγουμε “τις παλιές και τις αναμμένες τροχιές” μας με ένα φωτεινό και αισιόδοξο μέλλον. Γιατί το ταξίδι των Ελλήνων συνεχίζεται. Ας κρατήσουν οι χοροί λοιπόν!»Σκοπός φαίνεται να είναι, λοιπόν, «η δημιουργία ατμοσφαίρας εθνικής ανατάσεως μεταξύ του λαού της χώρας», όπως υποστήριζε και σχετική κυβερνητική εγκύκλιος για τον εορτασμό της 150ής επετείου του 1821. Και εφόσον η προτροπή είναι «ας κρατήσουν οι χοροί!», γιατί να μην υιοθετηθεί και ένα μέτρο αντίστοιχο με εκείνο που όριζε η εγκύκλιος υπ. αριθμ. 2285 της 28/12/1970: «οι μεγαφωνικές εγκαταστάσεις των σχολείων να μεταδίδουν εθνικά και δημοτικά τραγούδια όλη τη διάρκεια της χρονιάς πριν από την έναρξη των μαθημάτων, κατά τα διαλείμματα και μετά τη λήξη των μαθημάτων». Μάλιστα, με την ενεργοποίηση του νέου θεσμού της πανεπιστημιακής αστυνομίας, στους «χορούς» θα μπορούσαν να κληθούν να συμμετάσχουν και τα Πανεπιστήμια!