Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.153, Editorial / www.theseis.com1. Ακροδεξιός νεοφιλελευθερισμός
Δεκαπέντε μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, οι μάσκες έχουν πέσει. Πίσω από την εικονική πραγματικότητα της «κυβέρνησης των αρίστων» με τα υποτιθέμενα πτυχία περιωπής (που σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρχαν καν) και την επίφαση «κοινωνικής ευαισθησίας», που προπαγανδίζεται ως «ερμηνεία» των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία, προβάλλει πλέον μια ακροδεξιά πολιτική, που συνδυάζει τον αυταρχισμό και την καταστολή με την ακραία ταξική μονομέρεια υπέρ του κεφαλαίου. Στην πολιτική αυτή προστίθενται βέβαια κωμικοτραγικές αστοχίες, όπως η ανικανότητα να διανεμηθούν στα σχολεία χρησιμοποιήσιμες από τους μαθητές μάσκες προστασίας από τον κορωνοϊό, ή το ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι βιντεοσκοπούνται να φιλάνε χέρια παπάδων, ενώ εγκαλούν τους άλλους (αλλά και τους συναδέλφους τους) για τις χειραψίες, ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτηρίζει την (επονείδιστη για τη Δεξιά, όσο ήταν στην αντιπολίτευση) Συμφωνία των Πρεσπών «ιστορική» και κατόπιν διαγράφει τη λέξη!
Αλλά στην έξαρση της πανδημίας μετά το καλοκαίρι, η κυβέρνηση δεν φέρει ευθύνη! Υπεύθυνα είναι τα ίδια τα θύματα της πανδημίας που δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις. Ατομική ευθύνη, όπως πάντα…
Για μια ακόμα φορά, οι κυρίαρχες τάξεις, με διαχειριστή της στρατηγικής τους την κυβέρνηση, επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την πανδημία και την οικονομική κρίση που συνδέεται μαζί της ως ευκαιρία για να αναδιαρθρώσουν περαιτέρω τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, με στόχο την περαιτέρω αναδιανομή εισοδήματος, πλούτου και εξουσίας υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας, φορτώνοντας τις επιπτώσεις της κρίσης στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Πρόκειται για ευρωπαϊκή στρατηγική: Αν δει κανείς το «κεϋνσιανού τύπου» πακέτο στήριξης 750 δις ευρώ για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μερίδα του λέοντος των επενδύσεων κατευθύνεται στα δίκτυα ενέργειας και υποδομών· δηλαδή η απόλυτη προτεραιότητα δίνεται στο να βελτιωθούν οι γενικοί όροι κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας.
Όμως τα δώρα στο κεφάλαιο συνοδεύονται με την απειλή του «μαστίγιου» για τους εργαζόμενους. Με τον νέο νόμο για τον περιορισμό και την απαγόρευση των διαδηλώσεων η κυβέρνηση φαντασιώνεται ότι θα επιβάλλει σιγή νεκροταφείου στις κοινωνικές διεκδικήσεις, καταστέλλοντας εν τη γενέσει τους τις εργατικές και νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Παράλληλα, επιδεικνύει την «πυγμή» της «καταλαμβάνοντας» χώρους αλληλέγγυων δράσεων και προβληματισμού, και μάλιστα προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων, όπως π.χ. η εκκένωση του αυτοδιοικούμενου χώρου RosaNera στα Χανιά στις 5/9/2020, ενάντια στην οποία διαδήλωσαν χιλιάδες αλληλέγγυοι πολίτες.1 Παράλληλα, ένας νέος μηχανισμός καταστολής επιχειρήθηκε να θεσμοθετηθεί στα σχολεία, με την αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών των μαθητών. Όμως, δυστυχώς για την ακροδεξιά «ελληνοχριστιανική» πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε μη νόμιμη τη σχετική κυβερνητική απόφαση. Η ίδια Αρχή είχε κρίνει μη νόμιμη και την αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στους τίτλους σπουδών των μαθητών.
Η κυβέρνηση μάλλον πιστεύει ότι η καταστολή θα δράσει «αποτρεπτικά» για τις κινητοποιήσεις που έρχονται, καθώς παράλληλα σχεδιάζει το βάθεμα του εργασιακού μεσαίωνα:
– Με την προαναγγελλόμενη «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού συστήματος σε «κεφαλαιοποιητική βάση», ώστε να ελαφρυνθούν ακόμα περισσότερο οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις από τις εισφορές, «μεταρρύθμιση» που σκιαγράφησε ο Γ. Βρούτσης στις 23/7/2020, στη διάρκεια του Συνεδρίου του Economist, δηλώνοντας ότι «το ασφαλιστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε από όλο το πολιτικό σύστημα […] Είχε μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο». Όταν το «ασφαλιστικό σύστημα» παρέχει έστω και ελάχιστη προστασία για τη χαμηλόμισθη εργασία, αποτελεί, λοιπόν, «πολιτικό εργαλείο», ενώ όταν οι εργοδότες απαλλαγούν από τις εισφορές θα γίνει «αναπτυξιακό εργαλείο»! Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός αισθάνεται τόσο ασφαλής, ώστε θεωρεί πως δεν χρειάζεται να κρύβεται…
– Τη σχεδιαζόμενη ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» θα συμπληρώσει εκείνη της αγοράς εργασίας. Από τη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός εξάγγειλε ότι στο επόμενο διάστημα «εκσυγχρονίζεται η Αγορά Εργασίας […]. Καταργούνται παρωχημένες ρυθμίσεις του περασμένου αιώνα και καθιερώνονται νέα δικαιώματα, που διασφαλίζουν το μέλλον της εργασίας». Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτός ο «εκσυγχρονισμός» και ποιες «παρωχημένες ρυθμίσεις» θα καταργηθούν: ρυθμίσεις που προστατεύουν τα εργασιακά δικαιώματα για να νομιμοποιηθεί και να επιταχυνθεί αυτό που γίνεται έτσι κι αλλιώς με αφορμή την πανδημία και την οικονομική κρίση: ημιαπασχόληση, ραγδαία διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας, εντατικοποίηση της εργασίας, άδειες ειδικού σκοπού, επέκταση της τηλεργασίας, αύξηση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου και απλήρωτες υπερωρίες, ιδίως σε περιπτώσεις προληπτικής καραντίνας εργαζομένων, μειώσεις μισθών.
Ο πρωθυπουργός «κοστολόγησε» τα μέτρα που προτίθεται να υιοθετήσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας (μεταξύ των οποίων και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%) σε 6,8 δισεκατομμύρια. Ταυτόχρονα ανακοίνωσε ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα, στο οποίο περιλαμβάνεται η αγορά 18 νέων πολεμικών αεροπλάνων Rafale και τεσσάρων φρεγατών. Και, οποία έκπληξις, δεν ανέφερε λέξη για το κόστος του προγράμματος αυτού!
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Dassault, η οποία κατασκευάζει τα αεροπλάνα Rafale, η τιμή καθενός είναι 115 εκατ. δολάρια (98 εκατ. ευρώ). Οι φρεγάτες τύπου Belh@rra, τις οποίες και στο παρελθόν σκόπευε να αγοράσει το ελληνικό κράτος, κοστίζουν τουλάχιστον 2 δις ευρώ η καθεμία. Πρόκειται επομένως για μια δαπάνη τουλάχιστον 10 δις ευρώ, τη στιγμή που οι στρατιωτικές δαπάνες ετησίως είναι επιπλέον 4 δις ευρώ.
Λεφτά υπάρχουν, λοιπόν. Για όπλα!
Δεν υπάρχουν λεφτά για μαζικές προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών στο δημόσιο σύστημα υγείας· για επέκταση του δημόσιου συστήματος υγείας ακόμα και με επίταξη ιδιωτικών μονάδων· για μαζικά, επαναλαμβανόμενα τεστ στους εργαζόμενους στην Υγεία και την Πρόνοια, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στην εστίαση, στους μεγάλους χώρους δουλειάς· για δωρεάν χορήγηση των εμβολίων για τη γρίπη και τον πνευμονιόκοκκο· για μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών και άλλων εργαζομένων στη δημόσια εκπαίδευση, την αναβάθμιση των υποδομών και του εξοπλισμού ώστε να μειωθεί ο αριθμός μαθητών ανά τάξη στους δεκαπέντε! Αντίθετα αύξησαν τον επιτρεπόμενο αριθμό μαθητών από 25 σε 27.
Κι όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που πρόκειται να γίνουν αισθητά για τον κόσμο της εργασίας τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης, καθώς διανύουμε ήδη το τέταρτο τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το οποίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο 2020, η μείωση του ΑΕΠ κατά το 1ο εξάμηνο του τρέχοντος έτους έφτασε στο 7,9%, ενώ η μισθωτή απασχόληση μειώθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου του 2020 κατά 170.470 θέσεις εργασίας, ανεβάζοντας το ποσοστό ανεργίας στο 17%. Οι αρνητικές αυτές τάσεις για την εργασία θα ενταθούν μέχρι το τέλος του έτους.
Αν κάτι δίνει αισιοδοξία στην κυβέρνηση για τη συνέχιση της ακροδεξιάς πολιτικής της, παρά τη ραγδαία επιδείνωση των όρων εργασίας και ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι η αφλογιστία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που παραμένει δραματικά συστημική και προβλέψιμη, και αναλώνεται, για μια ακόμα φορά, σε προτάσεις για ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο», στο οποίο θα πρυτανεύσει ο «νέος καθοδηγητικός – πρωταγωνιστικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, την Υγεία, την Παιδεία, τις υποδομές αλλά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα που οφείλει – επιτέλους – να διαδραματίσει το ρόλο του στον κύκλο της οικονομίας».2 Όμως, καθώς από τον Ιανουάριο του 2015, που ανέλαβε τη διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά το «νέο παραγωγικό μοντέλο» και την «παραγωγική ανασυγκρότηση» είναι σίγουρο στον καθένα ότι τέτοιου τύπου εξαγγελίες αποτελούν κενό γράμμα. Γι’ αυτό και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει εστιάσει την κριτική του στο «εθνικόφρον» ακροατήριο, αναφορικά αφενός με την κυβερνητική παλινωδία στη ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας και αφετέρου με τις «υποχωρήσεις» και τη «μυστική διπλωματία» στα ελληνοτουρκικά.
Ας το πούμε για άλλη μια φορά: οι μόνοι που μπορούν να βάλουν φρένο στην εξελισσόμενη ακραία νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, το μαζικό κίνημα. Οι πανελλαδικές κινητοποιήσεις των ξενοδοχοϋπαλλήλων στην αρχή της φετινής τουριστικής περιόδου, αλλά και των υγειονομικών την ίδια περίοδο αλλά και στις 23/9/20, καθώς παράλληλα και οι κινητοποιήσεις των ανθρώπων του πολιτισμού και της νεολαίας, με το αυξανόμενο κύμα καταλήψεων σχολείων, ίσως αποτελούν το «πουλί της καταιγίδας που μηνάει» την επερχόμενη έκρηξη.
2. «Κυριαρχικά δικαιώματα»
Όταν στις 25 Ιουλίου, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος OrucReis ξεκίνησε σεισμικές έρευνες στην ανατολική Μεσόγειο, άρχισε για μια ακόμα φορά μια περίοδος έντασης, λεκτικών αντιπαραθέσεων και επίδειξης στρατιωτικής ετοιμότητας και ισχύος ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Βασικός ισχυρισμός της τουρκικής κυβέρνησης είναι ότι μεταξύ του 28ου και του 32ου μεσημβρινού, δηλαδή, χοντρικά, από ανατολικά της Ρόδου μέχρι το δυτικό άκρο της Κύπρου, περιοχή στην οποία βρίσκεται το Καστελόριζο, η Τουρκία δικαιούται μεγάλο κομμάτι υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, η οποία δεν μπορεί να ακυρώνεται από τη, θεωρούμενη από την Ελλάδα, «επήρεια» του Καστελόριζου, το «μέγεθος» της οποίας θα ένωνε τις θαλάσσιες ζώνες Ελλάδος και Κύπρου.
Για μια ακόμα φορά, όπως σε κάθε αντίστοιχη συγκυρία ελληνοτουρκικής έντασης στο παρελθόν, στην Ελλάδα κυριάρχησε ένα κλίμα «εθνικής ομοψυχίας», τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την, σε πρώτο επίπεδο, ερμηνεία της κατάστασης: η Τουρκία επιδιώκει τη συρρίκνωση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας»· με επίδειξη ισχύος και «τετελεσμένα» επιδιώκει να «γκριζάρει περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου», στις οποίες Ελλάδα και Κύπρος «έχουν κυριαρχικά δικαιώματα»· πιέζει για να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε «συνεκμετάλλευση πόρων» οι οποίοι, εφόσον υπάρχουν, «δικαιωματικά» ανήκουν στην Ελλάδα (και στην Κύπρο)!
Η ελληνική κυβέρνηση δεν περιορίστηκε μόνο στην επίδειξη της ναυτικής ισχύος, αλλά επιχείρησε να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, όπως και τις «καλύτερες από ποτέ» ελληνοαμερικανικές σχέσεις για να απομονώσει την Τουρκία και να της επιβάλει, μέσω της διεθνούς πίεσης, το σταμάτημα των «ερευνητικών» δραστηριοτήτων του OrucReis στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα περισσότερο, υιοθέτησε την κυπριακή στρατηγική για επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό που πέτυχαν οι διπλωματικές κινήσεις της Ελλάδας (και της Κύπρου) ήταν να αποσπάσουν μια σειρά δηλώσεων Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων που καλούσαν την Τουρκία να σταματήσει τις «προκλητικές κινήσεις» στη Μεσόγειο. Στις 14/8/2020 το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ εξέφρασε «απόλυτη αλληλεγγύη προς την Ελλάδα και την Κύπρο» και ο Ζοζέφ Μπορέλ, Ύπατος Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική, δήλωσε: «Καλούμε την Τουρκία να προχωρήσει άμεσα σε αποκλιμάκωση και να επιστρέψει στο διάλογο».
Αυτό που έγινε από την πρώτη στιγμή σαφές, όχι μόνο από τις τοποθετήσεις Αμερικανών και ΝΑΤΟικών αξιωματούχων, αλλά από τις ανακοινώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, είναι ότι δεν πρόκειται για δηλώσεις που υιοθετούν τις απόψεις του ελληνικού κράτους για τη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην περιοχή (την «επήρεια» του Καστελόριζου, τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων κλπ.), αλλά καλούν σε «αποκλιμάκωση» (παύση των τουρκικών ερευνών) και έναρξη διαλόγου με σκοπό την επίλυση των διαφορών ή την προσφυγή σε κάποιο διεθνές διαιτητικό σώμα (με υποχρεωτική την υιοθέτηση της όποιας ετυμηγορίας από τις εμπλεκόμενες χώρες).
Όμως, σε αυτό το σκηνικό προέκυψαν κινήσεις και «εξαιρέσεις», που δείχνουν ότι δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα ελληνο-τουρκικής (ή τουρκο-κυπριακής) διένεξης, αλλά για ευρύτερο ζήτημα διεθνούς ανταγωνισμού ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη της ευρύτερης περιοχής, στο οποίο εμπλέκονται και οι «μεγάλες δυνάμεις» του σύγχρονου καπιταλισμού. Τέτοιες κινήσεις ήταν η δημιουργία του «Φόρουμ Αερίου EastMed», στην προοπτική κατασκευής του ομώνυμου υποθαλάσσιου και υπέργειου αγωγού, στο οποίο συμμετέχουν το Ισραήλ, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Αίγυπτος, η Ιταλία, η Ιορδανία και η παλαιστινιακή Αρχή (ενώ ΗΠΑ και ΕΕ συμμετέχουν ως παρατηρητές και η Γαλλία έχει ζητήσει επισήμως την αυτοτελή συμμετοχή της σε αυτό), οι συμφωνίες για την οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) Τουρκίας-Λιβυής, Ελλάδας-Ιταλίας, Ελλάδας-Αιγύπτου, αλλά και η υποστήριξη των θέσεων Ελλάδας και Κύπρου από τη Γαλλία.
Πέρα από το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρεί «άκυρη» την τουρκο-λιβυκή και η Τουρκία την ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ, στις 25/9/2020 η διεθνώς αναγνωριζόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης εξέδωσε διακοινώσεις διαμαρτυρίας προς την Αίγυπτο, την Ιταλία και την Ελλάδα για τις συμφωνίες οριοθέτησης των ΑΟΖ μεταξύ τους, ενώ η λιβυκή Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου ζήτησε από τις πετρελαϊκές εταιρείες να αναστείλουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον αυτή αποτελεί αμφισβητούμενη περιοχή. Ενδεχομένως η τελευταία αυτή αναφορά σχετίζεται με τις εταιρίες που θα κάνουν έρευνες νοτίως της Κρήτης, με άδεια που τους έχει παραχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση. Αξίζει να σημειώσουμε ότι όλη η εξορυκτική δραστηριότητα στην Κύπρο έχει ανασταλεί για το 2020 με απόφαση των εταιρειών λόγω της πανδημίας (μια απόφαση που συνέπεσε με τις υπογραφές για τον αγωγό EastMed, «στιγμή» μετά την οποία η Τουρκία ξεκίνησε με ιδιαίτερη ένταση τη «διπλωματία» των ερευνών και φρεγατών). Με άλλα λόγια, σήμερα δεν υπάρχει εξορυκτική δραστηριότητα μεταξύ Κύπρου-Ελλάδας-Τουρκίας, ούτε έρευνες, πλην εκείνων που έχουν ανακοινωθεί για τις αρχές του 2021 στα νότια της Κρήτης (και οι οποίες δεν μας είναι σαφές κατά πόσο υπάγονται στο αίτημα της Λιβύης για αναστολή δραστηριοτήτων σε αμφισβητούμενες περιοχές).
Με δεδομένες τις «διερευνητικές», πολιτικές και στρατιωτικές συνομιλίες που ανακοινώθηκε στις 25/9/2020 ότι θα διεξαχθούν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με πρωτοβουλία της Γερμανίας, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, 3 έγινε σαφές ότι πολύ πριν την Σύνοδο Κορυφής στις 1/10 είχε εξανεμιστεί κάθε προοπτική «ευρωπαϊκών κυρώσεων» προς την Τουρκία, γεγονός που απομόνωσε την κυπριακή απαίτηση, με απειλή βέτο, για έγκριση των ευρωπαϊκών κυρώσεων προς τη Λευκορωσία μόνο αν αυτές συνοδευτούν και με κυρώσεις της ΕΕ προς την Τουρκία. Η «καταγγελία» του πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά και του τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Κατρούγκαλου, ότι ο κ. Μητσοτάκης είναι ο πρώτος Έλληνας πρωθυπουργός που στην ομιλία του στον ΟΗΕ «δεν είπε λέξη για την Κύπρο» σκιαγραφούν ίσως αυτή την πραγματικότητα, όμως δεν έχουν παραλήπτη, εφόσον δεν αναδεικνύεται το πλαίσιο της πρωθυπουργικής «παράλειψης»: ο σχεδιασμός των συνομιλιών Ελλάδας – Τουρκίας σε «στρατιωτικό» και «πολιτικό» επίπεδο.
Πολύ περισσότερο, που λίγες μέρες μετά τη δήλωση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, στις 15/9/2020, ότι «πρέπει να μειωθεί το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και να γίνεται προσφυγή σε διπλωματικά και όχι στρατιωτικά μέσα», ο Αλέξης Τσίπρας συνέδεσε στις 20/9/2020 από τη ΔΕΘ την απόσυρση της τουρκικής Στρατιάς του Αιγαίου με την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών («δεν είναι δυνατόν όταν έχουμε απέναντί μας τη στρατιά του Αιγαίου να συζητάμε αποστρατικοποίηση των νησιών μας»4 ), ενώ ήδη από τις 18/8/2020 το τουρκικό κράτος είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του για κατάργηση της Στρατιάς του Αιγαίου.5 Πέραν τούτων, στις 24/9/2020, «σύμφωνα με διπλωματικές πηγές που επικαλείται η εφημερίδα Σοζτζού, η Γερμανία […] φέρεται να πρότεινε στην Ελλάδα να αποσύρει τα στρατεύματά της από τα νησιά του Αιγαίου, που βρίσκονται κοντά στην Τουρκία και αντίστοιχα στην Τουρκία να καταργήσει τη Στρατιά του Αιγαίου».6
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ στις 1-2 Οκτωβρίου επιβεβαίωσε αυτές τις εξελίξεις. Το τελικό ανακοινωθέν (και η ερμηνεία του στην οποία προβαίνουν οι διάφοροι παράγοντες διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής) κινείται γενικά στη βάση της απόρριψης των «μαξιμαλιστικών» επιδιώξεων του ελληνικού κράτους και την έναρξη διαλόγου για την επίλυση των διαφορών. Στα επιμέρους διακυβεύματα που τέθηκαν στη συγκυρία σε σχέση με την οργάνωση του διαλόγου δεν περιλαμβάνει μεν κυρώσεις ή αυτόματο μηχανισμό κυρώσεων, όπως εμφανιζόταν να ζητεί η ελληνική και η κυπριακή πλευρά, αλλά προσδιορίζει ότι το πλαίσιο του διαλόγου αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (δεν υπάρχει η διατύπωση «θαλάσσιων ζωνών», αλλά ωστόσο αυτό είναι το πιο ασθενές σημείο υποστήριξης της ελληνικής πλευράς από ΕΕ, καθώς η όποια συζήτηση για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα αναγκαστικά περιλαμβάνει θέματα που αφορούν την οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών), και δεν υπάρχει καμία άμεση αναφορά στο διαμοιρασμό των εσόδων από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων μεταξύ της τουρκοκυπριακής και ελληνοκυπριακής κοινότητας υπό την προοπτική μίας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, αίτημα το οποίο αποτελεί κεντρικό ζήτημα τόσο εκ μέρους της Τουρκίας όσο και εκ μέρους της τουρκοκυπριακής κοινότητας, και το οποίο αποτελεί μέρος των συζητήσεων για την «επίλυση» του Κυπριακού. Το τελευταίο άρθρο της απόφασης αναγγέλλει μία πολυμερή συνδιάσκεψη που θα περιλαμβάνει όλα τα κράτη της περιοχής (επομένως και την Τουρκία και πιθανότατα επίσης τον Λίβανο που έχει διαφορά στην οριοθέτηση της ΑΟΖ με το Ισραήλ και τη Λιβύη) και θα αφορά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, ζητήματα ασφάλειας και ενέργειας, μετανάστευσης και οικονομικής συνεργασίας. Πρόκειται για άρθρο το οποίο εμμέσως αφορά και την τουρκοκυπριακή κοινότητα και συνδέεται με πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ και τη διασφάλιση τροφοδοσίας σε φυσικό αέριο. Ας παρατηρήσουμε ότι αυτή η διάσκεψη είναι προφανώς διαφορετικής σύνθεσης σχήμα από τον πρόσφατα συσταθέντα (16/1/2020) οργανισμό «Φόρουμ Αερίου EastMed», ο οποίος αποκλείει την Τουρκία.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι «κακού εναντίον καλού» (μιας επιτιθέμενης Τουρκίας που αμφισβητεί τα απαράγραπτα «κυριαρχικά δικαιώματα» της Ελλάδας). Η σχετικά αυτόνομη διάσταση του ανταγωνισμού που δημιουργείται από τις εκατέρωθεν διεκδικήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων μεταξύ του ελληνικού, κυπριακού και τουρκικού κράτους διαπλέκεται με τη γενικότερη διάσταση των ανταγωνισμών (όπου η διασφάλιση ή η πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους είναι μία κύρια οργανωτική διάσταση αυτών των ανταγωνισμών αλλά όχι η μόνη, καθώς η Συρία και η Λιβύη αποτελούν πεδίο αντιτιθέμενων διακυβευμάτων, για να μην αναφερθούμε στις σχέσεις της «Δύσης» με το Ιράν και τη Ρωσία), στους οποίους εμπλέκονται όλα σχεδόν τα ανατολικομεσογειακά καπιταλιστικά κράτη (η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Παλαιστινιακή Αρχή, η Τουρκία, η Λιβύη, αλλά και η Ιταλία), μεσανατολικές χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που σύμφωνα με τους Times του Λονδίνου (23/8/2020) βρίσκονται στο πλευρό της Ελλάδας, 7 αλλά και, βεβαίως, οι «μεγάλες δυνάμεις» του δυτικού στρατοπέδου, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία (με τα ιδιαίτερα συμφέροντα που αυτή η τελευταία έχει στη Β. Αφρική και την Αν. Μεσόγειο: Αλγερία, Λίβανος, Συρία, Σουδάν, κλπ.).
Ωστόσο δεν είναι η γενικότερη διάσταση των ανταγωνισμών στην περιοχή και οι επενδύσεις των κυρίαρχων δυνάμεων στις εκατέρωθεν θέσεις που ορίζουν τη σχετικά αυτόνομη διάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ του ελληνικού, κυπριακού και τουρκικού κράτους (δεν είναι ο ανταγωνισμός τους θέατρο σκιών άλλων συμφερόντων). Χωρίς να ανατρέξουμε στην εμφάνιση των διενέξεων μεταξύ τους στις δεκαετίες του 1950 και 1960 (βλ. τη μελέτη των Τ. Κυπριανίδη και Γ. Μηλιού που δημοσιεύθηκε στα τεύχη 25, 26, 28, 29, και 31 των Θέσεων), σημειώνουμε ότι στην Ανατολική Μεσόγειο οι ρίζες της σύγχρονης έντασης μπορούν να βρεθούν:
Αφενός στη συμφωνία οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ μεταξύ του κυπριακού και αιγυπτιακού κράτους το 2003, στην οποία αντέδρασε άμεσα το τουρκικό κράτος με διακοίνωση στον ΟΗΕ και με παράλληλη εκχώρηση «οικοπέδων» στην κρατική τούρκικη εταιρεία εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, που αμφισβητούσαν εμπράκτως τις κυπριακές πράξεις οριοθέτησης – αλλά και την ίδια τη μέθοδο οριοθέτησης, η οποία οδηγούσε στην επαφή των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, περιορίζοντας σημαντικά τις τουρκικές διεκδικήσεις που εδράζονταν κυρίως στο μεγάλο μήκος των ακτών της στην περιοχή. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και την καταψήφιση από τους Ελληνοκυπρίους του σχεδίου Ανάν.
Αφετέρου στην ψήφιση εκ μέρους του ελληνικού κράτους του νόμου 4001/2011, μέσω του οποίου μονομερώς κηρυσσόταν ελληνική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, η οποία ενωνόταν με την αντίστοιχη κυπριακή, κίνηση η οποία απαντήθηκε από το τουρκικό κράτος με εκχωρήσεις νέων «οικοπέδων», τα οποία διασπούσαν τη συνέχεια των νομοθετημένων θαλάσσιων ζωνών και ακύρωναν έμπρακτα τη διεκδίκηση του ελληνικού κράτους. Η διένεξη σε αυτόν τον χώρο, που ορίζεται από διεκδικήσεις στην μεταξύ τους περιοχή, εκείνη την εποχή φαίνεται να εξέφραζε την «κρατική» λογική κατοχύρωσης «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και τις εξελίξεις στο Κυπριακό, καθώς δεν μπορούσε να στηριχθεί στην ύπαρξη κοιτασμάτων ή τη δυνατότητα οικονομικής αξιοποίησης των όποιων υπαρχόντων, με τους όρους πάντα εκείνης της εποχής.
Πέραν τούτου, αξίζει άλλη μια φορά να αναρωτηθούμε: ποια είναι τέλος πάντως αυτά τα «κυριαρχικά δικαιώματα» (του ενός ή του άλλου κράτους), από πού απορρέουν και σε ποιο βαθμό μπορούν (από ποιους;) να θεωρούνται «απαράγραπτα»; Για να το θέσουμε με διαφορετικό τρόπο, τι εκφράζει, πέρα από την προσχώρηση ή την υπόκλιση στον εθνικισμό, ο λόγος όλων των ελληνικών κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων, που θεωρεί ως δεδομένα την έκταση και το εύρος των «κυριαρχικών δικαιωμάτων», όπως αυτά διακηρύσσονται από το ελληνικό κράτος; Μάλιστα, ο λόγος των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, πλειοδοτεί σε εθνικοπατριωτικές διεκδικήσεις και στηλιτεύει την υποχωρητικότητα της κυβέρνησης, είτε γιατί «δεν διαθέτει στρατηγική», είτε γιατί απλά κινείται στα γνωστά νατοϊκά πλαίσια. Τα πολιτικά κόμματα υιοθετούν τα κλισέ του εθνικισμού στις διάφορες εκδοχές του, «πατώντας» πάνω στο έδαφος των διάχυτων λαϊκών ιδεολογιών του κοινωνικού σώματος, τις οποίες με τη σειρά τους εδραιώνουν και νομιμοποιούν.
Στον καπιταλιστικό κόσμο όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε αναφορά με την αρχή των σταθερών συνόρων (κανένα κράτος πέρα από την εμπλεκόμενη Τουρκία δεν αναγνωρίζει την αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου»), τα «κυριαρχικά δικαιώματα» δεν απορρέουν από τη βούληση εκάστου ξεχωριστού κράτους (ή από την εκάστοτε κρατική «Ιστορία», ή τον «Θεό»), αλλά από διακρατικές και διεθνείς συμφωνίες, των οποίων ρυθμιστής, σε περιπτώσεις διακρατικών αντιπαραθέσεων, είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και άλλα ανάλογα διαιτητικά σώματα. Χωρίς αμφιβολία η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύς των επιμέρους κρατών και κυρίως των διακρατικών συμμαχιών ή συνασπισμών παίζει ρόλο, όμως έχει διαμορφωθεί ένα διεθνές «πλαίσιο κανόνων», ένα «διεθνές δίκαιο», στο εσωτερικό του οποίου ορίζονται αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα. Οι Θέσεις έχουν δημοσιεύσει προσφάτως την εκτεταμένη μελέτη του Σπύρου Λαπατσιώρα για τα ζητήματα αυτά («Διεκδικήσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτος στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο», τ. 146, 147, 150), στην οποία σκιαγραφείται και το πλαίσιο των πιθανών διευθετήσεων της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Σε κάθε περίπτωση, «το διεθνές δίκαιο αποτελεί μία πρακτική μέσω της οποίας αναπαρίστανται τα κράτη ως υποκείμενα δικαίου, καθορίζονται όρια άσκησης της εξουσίας τους και συγχρόνως αποκτούν δικαιώματα και εξουσιοδοτούνται στην άσκησή τους. Η γλώσσα των σχέσεών τους στις μεταξύ τους διαφορές παίρνει τη μορφή επίκλησης των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου ή της άρνησης υπαγωγής τους σε αυτούς τους κανόνες για λόγους ευρύτερων δικαιωμάτων, της αυτοτέλειας, της εθνικής κυριαρχίας τους, που μία συμφωνία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο».
Με άξονα αυτή την ανάλυση, και όχι στη βάση της εθνικιστικής βεβαιότητας περί «απαράγραπτων εθνικών δικαίων» που μονίμως απειλεί η «τουρκική επιθετικότητα», μπορούμε να κατανοήσουμε τη σύνθετη κατάσταση των πολλαπλών ανταγωνιστών στην Ανατολική Μεσόγειο.
3. Μια αθλιότητα χωρίς τέλος
Η πυρκαγιά που κατέστρεψε στις 8-10/9/2020 το προσφυγικό στρατόπεδο συγκέντρωσης («Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης» – ΚΥΤ) της Μόριας στη Λέσβο έκανε απόλυτα σαφείς τις ακροδεξιές ιδεολογικές συντεταγμένες της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος.
Η ελληνική κυβέρνηση υποτίθεται ότι ακολουθεί την ευρωπαϊκή στρατηγική «συγκράτησης» των προσφύγων που ζητούν άσυλο στην ΕΕ σε «ανοικτές δομές» στις περιοχές εισόδου τους, μέχρι να εξεταστεί το αίτημά τους. Όμως, αφενός «διεύρυνε» την πολιτική αυτή με τις συστηματικές «επαναπροωθήσεις» προσφύγων που καταφέρνουν να αποβιβαστούν σε ελληνικό έδαφος (ή των φορτωμένων με πρόσφυγες βαρκών, πριν αυτές φτάσουν σε κάποια ακτή), και αφετέρου μετέτρεψε τις ανοικτές «δομές φιλοξενίας» σε κλειστά, ασφυκτικά γεμάτα, στρατόπεδα συγκέντρωσης – φυλακές πολλών χιλιάδων δυστυχισμένων ανθρώπων που ζητούν άσυλο. Στα επισήμως κλειστά κέντρα στο Σιδηρόκαστρο και τη Μαλακάσα προστέθηκαν έτσι και όλα τα άλλα ντε φάκτο κλειστά, λόγω πανδημίας, κέντρα κράτησης προσφύγων και μεταναστών.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times στις 14/8/2020, τουλάχιστον 1.072 αιτούντες άσυλο επαναπροωθήθηκαν από τις ελληνικές ακτές και εγκαταλείφθηκαν στη θάλασσα από Έλληνες αξιωματούχους, σε τουλάχιστον 31 ξεχωριστές περιπτώσεις, από τον Μάρτιο 2020. Η έρευνα στηρίχθηκε σε στοιχεία από τρεις ανεξάρτητους οργανισμούς παρακολούθησης των τεκταινομένων σε Αιγαίο και Μεσόγειο, δύο ακαδημαϊκούς ερευνητές και την τουρκική ακτοφυλακή.
«Οι Times πήραν συνέντευξη από επιζώντες από πέντε από αυτά τα επεισόδια και εξέτασαν φωτογραφικά ή βιντεοσκοπημένα αποδεικτικά στοιχεία και από τα 31 επεισόδια. “Ήταν πολύ απάνθρωπο”, δήλωσε η Najmaal-Khatib, 50χρονη Σύρια δασκάλα, η οποία λέει ότι οι μασκοφόροι Έλληνες αξιωματούχοι την άρπαξαν μέσα στο σκοτάδι μαζί με 22 άλλους, συμπεριλαμβανομένων δύο μωρών, από ένα κέντρο κράτησης στο νησί της Ρόδου, στις 26 Ιουλίου, και τους εγκατέλειψαν σε μια σχεδία χωρίς πηδάλιο και χωρίς κινητήρα, προτού να διασωθούν από την τουρκική ακτοφυλακή».8
Αρκετό διάστημα πριν την πυρκαγιά, η Μόρια είχε μετατραπεί σε ένα αβίωτο στρατόπεδο εγκλεισμού (με πρόσχημα τα υγειονομικά μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό) ανδρών, γυναικών και παιδιών, καταδικασμένων σε «άγνωστης διάρκειας ποινή κράτησης». Περιστοιχιζόταν από την ακόμα αθλιότερη «ζούγκλα» σκηνών, γύρω από το επίσημο ΚΥΤ. Η αβίωτη κατάσταση οδήγησε σε μια έκρηξη αγανάκτησης των «κρατουμένων», όταν το ΚΥΤ επισκέφτηκε ο ArminLaschet, πρωθυπουργός του κρατιδίου Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και υποψήφιος για την προεδρία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (και επομένως για τη θέση του καγκελαρίου). Οι πρόσφυγες τον υποδέχθηκαν με συνθήματα όπως «Morianogood» και «freeMoria», και τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει γρήγορα το ΚΥΤ. Στις δηλώσεις του προς Γερμανούς δημοσιογράφους ο Λάσετ δήλωσε:
«Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ξυπνήσει τώρα. Η γερμανική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του έτους προσφέρει την ευκαιρία να βρεθεί μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα των προσφύγων. Η Ευρώπη δεν πρέπει να αφήσει μόνη της την ελληνική κυβέρνηση, τους κατοίκους και τις Αρχές της Λέσβου. Το κρατίδιό μας θέλει επίσης να συμβάλει και να αποδεχθεί στο έδαφός του τις επόμενες εβδομάδες παιδιά που παρουσιάζουν προβλήματα και τους στενούς συγγενείς τους».9
Όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χρειάζεται «να ξυπνήσει»· ήταν «ξύπνια» εξ αρχής. Συστηματικά κώφευε, ξύπνια, στην ωμή παραβίαση του όποιου διεθνούς δικαίου που συνιστούν οι επαναπροωθήσεις, όπως για παράδειγμα στην απαίτηση, ήδη από τις 6/7/2020, ευρωβουλευτών της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών (Committeeon Civil Liberties, Justice and Home Affairs) να διερευνηθούν οι τόσες καταγγελίες από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον Τύπο σχετικά με τις παράνομες αυτές επαναπροωθήσεις.
Αλλά και αμέσως μετά την πυρκαγιά στη Μόρια έγινε φανερό ότι η ΕΕ ήταν απόλυτα «ξύπνια», και έδρασε ταχύτατα ώστε να διατηρηθεί το status quo των κλειστών («λόγω κορωνοϊού») στρατοπέδων συγκέντρωσης. Στις 11/9/2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε
«μια νέα προσφορά βοήθειας από την Πολωνία μέσω του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ. Η νέα στήριξη της Πολωνίας έρχεται να προστεθεί στη βοήθεια που έχουν αποστείλει η Αυστρία, η Τσεχία, η Δανία, οι Κάτω Χώρες και η Γαλλία από τον Απρίλιο και η οποία περιλαμβάνει υπνόσακους, στρώματα, κουβέρτες, σεντόνια, είδη προσωπικής υγιεινής, τέσσερις ιατρικούς οικίσκους και έναν ιατρικό σταθμό».
Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτέμβρη, ανακοινώθηκε ότι «και άλλες χώρες προσφέρουν βοήθεια στην Ελλάδα μέσω του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ, έπειτα από την πυρκαγιά που κατέστρεψε τον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας, στη Λέσβο. Η νέα προσφορά βοήθειας από τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Γαλλία και τη Σλοβενία περιλαμβάνει σκηνές, κουβέρτες, υπνόσακους και κινητές τουαλέτες».
Η ΕΕ είναι «ξύπνια» λοιπόν, και παρά τις όποιες μεγαλοστομίες για «αντιμετώπιση του ζητήματος» (της αθλιότητας των στρατοπέδων συγκέντρωσης), παρέχει εξοπλισμό για τη διαιώνιση των στρατοπέδων. Άλλωστε, το πολυδιαφημισμένο «Σύμφωνο Ασύλου» που υιοθετήθηκε από την ΕΕ στις 23/9/2020, αυτό ακριβώς προβλέπει: οι χώρες που δεν δέχονται πρόσφυγες στο έδαφός τους θα έχουν την «υποχρέωση συνεισφοράς στο σύστημα αλληλεγγύης», δηλαδή να προσφέρουν υλικό εξοπλισμό και χρήματα, ενώ οι χώρες που αποδέχονται πρόσφυγες θα χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό με 10.000 ευρώ για κάθε εισερχόμενο πρόσφυγα (ο οποίος θα επαναπροωθείται στη χώρα προέλευσης μόνο αν κριθεί αρνητικά το αίτημά του για παροχή ασύλου). Όμως, για να μην πληρώνουν πολλά, κωφεύουν στις καταγγελίες των ανθρωπιστικών οργανώσεων, όταν οι «χώρες εισόδου» υιοθετούν τη ρατσιστική πολιτική άμεσης επαναπροώθησης, που πρώτη εισήγαγε τις τελευταίες δύο δεκαετίες η Αυστραλία.
Πράγματι, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μέρος αυτού που ονομάστηκε «αυστραλιανό μοντέλο» για το προσφυγικό. Σε μια επιστημονική μελέτη για το ζήτημα, η οποία εξετάζει τη μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας την περίοδο 1992-2015, και η οποία εκδόθηκε πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διαβάζουμε:
«Χωρίς αμφιβολία, αν το “αυστραλιανό μοντέλο” εφαρμοζόταν στην Ευρώπη θα αποτελούσε ανθρωπιστικό σκάνδαλο […] θα ήταν επίσης σαφώς έκνομ[ο] βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου […]. Τι θα γινόταν αν η Ευρώπη υιοθετούσε την πολιτική αποτροπής της Αυστραλίας, όπως πρότεινε ο [τότε Αυστραλός πρωθυπουργός] Abbott; Τι θα συνεπαγόταν αυτό; Πρώτον, τα ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία, αντί να διασώζουν σκάφη στη θάλασσα, θα τα οδηγούσαν πίσω στη Βόρεια Αφρική και στην Τουρκία. Εάν αυτά τα σκάφη ήταν ακατάλληλα, οι άνθρωποι σε αυτά θα μεταφέρονταν βίαια σε σωσίβιες λέμβους και θα στέλνονταν πίσω στην ακτή από την οποία αναχώρησαν. Δεν θα υπήρχε άλλη μέριμνα για αυτούς τους ανθρώπους. Είτε θα ζούσαν υπό καταδίωξη, είτε θα αντιμετώπιζαν διώξεις εκεί, είτε θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν στα μέρη τα οποία είχαν αρχικά εγκαταλείψει, θεωρούνταν αδιάφορο για τον βασικό στόχο, που ήταν η επιβολή μιας πολιτικής αποτροπής».10
Αντίθετα με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις των συγγραφέων της μελέτης («αν το “αυστραλιανό μοντέλο” εφαρμοζόταν»), το «αυστραλιανό μοντέλο» εφαρμόζεται πλέον συστηματικά από την Ελλάδα, και οι αρχές της ΕΕ και των επιμέρους κρατών που τη συναπαρτίζουν, εν γνώσει τους, αφήνουν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόζει αυτήν την «σαφώς έκνομη βάσει του ευρωπαϊκού δικαίου» πολιτική.
Όμως το «αυστραλιανό μοντέλο» περιέχει και μια ακόμα αθλιότερη «διάσταση», η οποία εμπνέει τους απανταχού ακροδεξιούς, από την Μαρί Λεπέν, τον Νάιτζελ Φάρατζ και τον Ματέο Σαλβίνι, μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ: τη φυλάκιση των προσφύγων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σε απομονωμένα, ακατοίκητα νησιά.11 Η «διάσταση» αυτή κερδίζει συνεχώς έδαφος στο ακροδεξιό κλίμα και περιβάλλον που επικρατεί εντός του κυβερνώντος κόμματος. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα στις 6/3/2020:
«Ο βουλευτής Θεσσαλονίκης και στενός πολιτικός φίλος του Αντώνη Σαμαρά Δημήτρης Βαρτζόπουλος υποστήριξε σε ραδιοφωνικές του δηλώσεις ότι αρκετοί είναι πλέον οι βουλευτές που τάσσονται υπέρ των κλειστών δομών μεταναστών σε “ακατοίκητα νησιά”. […] Υπενθυμίζεται ότι υπέρ αυτής της “λύσης” για ξερονήσια έχει ταχθεί ο βουλευτής Λέσβου και επίσης στενός πολιτικός φίλος του Αντώνη Σαμαρά, Χαράλαμπος Αθανασίου».12
Όμως, η «τελική λύση» των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε ξερονήσια δεν αποτελεί απλώς «ιδέα» κάποιων βουλευτών, αλλά από ό, τι φαίνεται σχέδιο της κυβέρνησης, η οποία στάθμιζε απλώς τις εσωτερικές (και διεθνείς) αντιδράσεις για να το θέσει σε εφαρμογή. Ήδη στις 20/11/2019, ο υφυπουργός εθνικής άμυνας Αλκιβιάδης Στεφανής παρουσίασε στους δημοσιογράφους «κάτοψη» ενός σχεδιαζόμενου «κέντρου φιλοξενίας» – κατά τον ίδιο «ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους διάφορους χώρους» στη νησίδα Λέβιθα, που υπάγεται διοικητικά στη Λέρο.13
Όλοι όσοι προκρίνουν την «τελική λύση» των στρατοπέδων σε ξερονήσια γνωρίζουν πολύ καλά ότι πρόκειται για μια ωμή παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου· φαίνεται όμως ότι αδιαφορούν για κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, ή μάλλον έχουν συνηθίσει να ονομάζουν τις κάθε λογής πολιτικές της αθλιότητας «διεθνές δίκαιο».
Διότι γνωρίζουν οι Έλληνες και οι άλλοι ακροδεξιοί ότι τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καταγγείλει την «ποινική προσέγγιση» της Αυστραλίας απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες που φτάνουν με βάρκες στις αρχές της χώρας· γνωρίζουν επίσης ότι η υπόθεση έφτασε στην Εισαγγελία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στη Χάγη, το οποίο εξετάζει περιπτώσεις «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας»:
Τον Οκτώβριο του 2014, ο ανεξάρτητος Αυστραλός βουλευτής AndrewWilkie, απευθύνθηκε στην Εισαγγελία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ζητώντας να ξεκινήσει έρευνα σχετικά με τα κλειστά κέντρα κράτησης προσφύγων της Αυστραλίας. Ο Γουίλκυ υποστήριξε ότι το Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει δίωξη στον τότε πρωθυπουργό TonyAbbott και 19 μέλη του υπουργικού του συμβουλίου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, σχετικά με τον τρόπο μεταχείρισης των αιτούντων άσυλο στα αυστραλιανά νησιά Nauru και Manus. Στις 13/2/2017 μια ομάδα νομικών, όπως και οργανώσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσέφυγαν επίσης στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εναντίον του αυστραλιανού κράτους και των ιδιωτικών εταιριών στις οποίες έχει ανατεθεί η φύλαξη των στρατοπέδων στα νησιά, υποστηρίζοντας ότι η φυλάκιση αιτούντων άσυλο χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, και μάλιστα για απεριόριστο χρονικό διάστημα, συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Στις 14/2/2020, ο εισαγγελέας του Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι το καθεστώς κράτησης στα απομονωμένα νησιά της Αυστραλίας αποτελεί «σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση», η οποία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, έκρινε ότι οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν έφτασαν στο επίπεδο εκείνο που θα απαιτείτο ώστε να ξεκινήσει δίωξη εναντίον της αυστραλιανής κυβέρνησης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η φωτιά στη Μόρια φαίνεται ότι έφραξε προς το παρόν τον δρόμο στα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να εφαρμόσει, πέραν των άμεσων επαναπροωθήσεων, και αυτή τη «σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική» διάσταση του «αυστραλιανού μοντέλου». Η δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός της πυρκαγιάς, έφερε μπροστά στα μάτια της παγκόσμιας κοινής γνώμης την αθλιότητα της Μόριας και των πρακτικών φυλάκισης όσων ζητούν άσυλο.
Στις 9/9/2020, μια ημέρα μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, δεκάδες διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία απαίτησαν να δοθεί μια ανθρωπιστική λύση στο ζήτημα των προσφύγων. Στο Βερολίνο, μια μεγάλη διαδήλωση με 10.000 συμμετέχοντες σύμφωνα με τους διοργανωτές, κυριαρχήθηκε από το σύνθημα «WirhabenPlatz!» («Έχουμε χώρο!»), απαιτώντας τη μεταφορά όλων των προσφύγων της Μόριας στη Γερμανία. Οι εκδηλώσεις και δηλώσεις συμπαράστασης προς τους πρόσφυγες και μετανάστες συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες, γεγονός που ανάγκασε τελικώς τη γερμανική κυβέρνηση να ανακοινώσει στις 15/9/2020 ότι προτίθεται να υποδεχθεί στη χώρα 1.553 πρόσφυγες από όλα τα ελληνικά νησιά.
Παρά το γεγονός ότι η νέα «δομή» κράτησης στην περιοχή Καρά Τεπέ της Λέσβου αναπαράγει την αθλιότητα της Μόριας, η φωτιά στη Μόρια έδρασε καταλυτικά για να ευαισθητοποιήσει μεγάλες μερίδες του πληθυσμού σε όλο τον κόσμο ενάντια στην κυρίαρχη, «αποτρεπτική» πολιτική εγκλεισμού που ασκούν (ή ανέχονται) όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.
Ίσως, λοιπόν, να είχε δίκιο ο Μπερτολτ Μπρεχτ, ο οποίος έγραφε το 1940-1941, όντας ο ίδιος πρόσφυγας από το 1933:
«Η εξορία είναι το καλύτερο σχολείο διαλεκτικής. Οι πρόσφυγες είναι οι πιο οξύνοες χειριστές της διαλεκτικής. Έχουν γίνει πρόσφυγες ως αποτέλεσμα αλλαγών και περνούν όλο τον χρόνο τους μελετώντας τις αλλαγές. Βλέπουν τις πιο μικρές ενδείξεις ως προάγγελους των πιο σημαντικών γεγονότων – αν έχουν κάποιο νόημα, δηλαδή. Όταν οι αντίπαλοί τους νικούν, υπολογίζουν το κόστος της νίκης, και έχουν τα μάτια ανοικτά για τις αντιφάσεις. Ζωντανή διαλεκτική!»14
4. Η φαιά πανούκλα και το κράτος
Η μεγαλειώδης συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων αντιφασιστών έξω από το Εφετείο στις 7/10/2020, όταν ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση για την εγκληματική ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, υπήρξε μια κομβική στιγμή στην πάλη κατά του ναζισμού και του φασισμού, στην πάλη του αντιφασιστικού κινήματος που συνεχίζεται.
Ήταν αυτό το αντιφασιστικό κίνημα που ξεσκέπασε τη δράση και τα εγκλήματα της συμμορίας, που συγκρούστηκε στον δρόμο με τη φαιά πανούκλα του ναζισμού, τους ανεγκέφαλους και τα αποβράσματα που τους ακολουθούσαν, τους ξενόφοβους ρατσιστές που τους δικαιολογούσαν, τους δημοσιογράφους που τους αναγόρευαν σε «ειδικούς» επί των «εθνικών θεμάτων» ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990· ήταν άνθρωποι του αντιφασιστικού κινήματος οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής· όπως επίσης ήταν άνθρωποι του αντιφασιστικού κινήματος όλοι εκείνοι που, δίπλα στα θύματα των ναζιστών εγκληματιών, τροφοδότησαν με τεκμήρια την ακροαματική διαδικασία, ως μάρτυρες, που ανέλυσαν και παρουσίασαν την ιδεολογία και τους σχεδιασμούς της Χρυσής Αυγής, που έβγαλαν από τους ναζιστές τη μάσκα του «κοινοβουλευτικού εθνικιστή» για να φανεί το προσωπείο του ναζιστή εγκληματία.
Διότι, το ξέρουμε καλά, ο ναζισμός κι ο φασισμός δεν είναι παρά προσωπεία. Προσωπεία που υφαίνονται χρησιμοποιώντας τροποποιημένες εκδοχές των πιο ανθεκτικών νημάτων που παράγει το καπιταλιστικό σύστημα: «νόμος και τάξη», «ελληνική υπεροχή», «οι μετανάστες υγειονομική βόμβα», «κίνδυνος δημογραφικής αλλοίωσης για τη φυλή και τη θρησκεία», «αληθινό είναι το εθνικό», δηλαδή κάθε κρατική διεκδίκηση συνιστά «κυριαρχικό δικαίωμα» κλπ., κλπ.
αθώς η μάσκα έπεσε, η κοινωνία είδε το αποτρόπαιο προσωπ[εί]ο του ναζισμού. Αλλά όμως, τώρα που έπεσε η μάσκα, «βλέπουμε» πράγματι ποιος μιλάει, πώς μιλάει, τι λέει; Ή και πάλι δεν βλέπουμε, καθώς μας περιβάλλουν από όλες τις κατευθύνσεις «χίλιες» νέες εκδοχές των δεξιών ιδεολογιών, του ρατσισμού και του εθνικισμού, μαζί με πολύμορφους μικροφασισμούς, άρα είναι εδώ η συνεχής πιθανότητα του φασισμού;
Και βέβαια, ο «λαός» που ψήφισε Χρυσή Αυγή, που ψήφισε αυτή τη συγκεκριμένη μάσκα, μπορεί να μην άγγιξε το 3%, μια που ήδη είχε φανεί καθαρά πίσω από τη μάσκα το προσωπείο του ναζισμού, όμως, ας το αναγνωρίσουμε, αφέθηκε σε αυτή τη μάσκα γιατί ακριβώς επέλεγε το προσωπείο, με όλα τα ιδιαίτερα σκαλίσματά του.
Ας ανακεφαλαιώσουμε: Η ηγεσία της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση. Σημαίνει η καταδίκη της ότι ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο φασισμός θα πάψουν να υπάρχουν; Όχι φυσικά! Όμως η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλά το άθροισμα του εθνικισμού, του ρατσισμού, του μιλιταρισμού, ακόμη και του φασισμού. Είναι μία ειδική σύνθεση μορφών που παίρνει ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο φασισμός με αναφορά στον ναζισμό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην πρακτική ιδεολογία της εξάγονται οι ακραίες συνέπειες αυτών των μορφών και, η ειδική σύνθεσή τους τις καθιστά κυρίαρχες έναντι άλλων ιδεολογικών μορφών που σχηματίζουν το αμάλγαμα της πολιτικής ιδεολογίας της, με συνέπεια να εγκαλούνται τα άτομα, στα οποία απευθύνεται, να στελεχώσουν μηχανισμούς για την επιβολή της τελικής λύσης «τώρα».
Σημαίνει η καταδίκη μία νίκη του αντιφασιστικού κινήματος; Ναι, αναμφίβολα.
Καθώς πέραν της εσωτερικής διάλυσης της ναζιστικής συμμορίας που η ίδια η διαδικασία επέφερε και η καταδίκη επιτείνει, απονομιμοποιείται κοινωνικά, για όσους της έδιναν βήμα έκφρασης παλαιότερα και σήμερα αναγκάζονται να πάρουν αποστάσεις. Ταυτόχρονα δείχνει ότι οι ταξικοί αγώνες λαμβάνουν χώρα σε πολλαπλά επίπεδα. Η μάχη στον «δρόμο» και η μάχη ιδεών του αντιφασιστικού κινήματος ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε στην άσκηση δίωξης και η δίωξη, μαζί με την καταδίκη, ήταν ο παράγοντας που δημιούργησε ένα χώρο, υπό συνεχή διεκδίκηση, του τι είναι μη-νόμιμο πολιτικά. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη μάχη ενάντια στον ρατσισμό, τον εθνικισμό και τον φασισμό.