Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.148, Editorial / www.theseis.com
1. Η Δεξιά ηγεμονική δύναμη του κοινοβουλευτικού σκηνικού
Οι βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 ολοκλήρωσαν την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών που έφεραν οι ευρωκλογές και οι αυτοδιοικητικές εκλογές έναν μήνα πριν. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται να ικανοποίησαν όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα της νέας βουλής: Τη ΝΔ διότι κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Τον ΣΥΡΙΖΑ διότι παραμένει «ο δεύτερος πόλος» του νέου δικομματισμού και μείωσε τη διαφορά με τη ΝΔ από 9,4% στις ευρωεκλογές σε 8,3% στις βουλευτικές εκλογές. Το ΚΙΝΑΛ διότι αύξησε ελαφρά και το ΚΚΕ διότι διατήρησε τις δυνάμεις του. Τα κόμματα Βελόπουλου και Βαρουφάκη διότι κατάφεραν να μπουν στη Βουλή. Και φυσικά, ικανοποίηση εκφράζεται από παντού για το ότι έμεινε εκτός βουλής το ναζιστικό-εγκληματικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Όμως, η ικανοποίηση όλων είναι αδύνατο να κρύψει την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, τον πολιτικά ηγεμονικό ρόλο της Δεξιάς στη νέα περίοδο. Με πάνω από οκτώ ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τον μέχρι πρότινος κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, με τη συντριπτική πλειοψηφία των περιφερειών και των δήμων στον έλεγχό της, η ΝΔ επανέρχεται θριαμβευτικά στην εξουσία. Μάλιστα, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η παραδοσιακή Δεξιά δοκιμάζεται από την άνοδο της Ακροδεξιάς, στην Ελλάδα η επιρροή της Ακροδεξιάς καθηλώνεται, με το ναζιστικό μόρφωμα να συρρικνώνεται και τη νέα Ακροδεξιά του Βελόπουλου να παρουσιάζει μια μάλλον ασαφή ιδεολογική εικόνα στα δεξιά της ΝΔ. Φαίνεται ότι αφενός η εξέλιξη της δίκης των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής και αφετέρου η παραληρηματική ακροδεξιά-σοβινιστική φιέστα διαρκείας για τη «μία και ελληνική Μακεδονία» που ενορχήστρωσε ο νικητής των εκλογών και σημερινός πρωθυπουργός, ο «φιλελεύθερος» Κυριάκος Μητσοτάκης, απέτρεψε τη μετακίνηση συντηρητικών ψηφοφόρων προς τα υπόγεια της «δεξιάς πολυκατοικίας», συγκρατώντας τους στο πολυτελές κυβερνητικό ρετιρέ της ΝΔ.
Η νίκη της ΝΔ σηματοδοτεί όμως και μια ευρύτερη αλλαγή φάσης στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η στροφή του εκλογικού σώματος και της πολιτικής σκηνής προς τα δεξιά.
Στοιχείο αυτής της στροφής είναι η αναπαραγωγή του δικομματικού σκηνικού «Κεντροδεξιάς» – «Κεντροαριστεράς» που στην προηγούμενη μορφή του (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) είχε αποσυντεθεί με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, η μέχρι χτες, κατά δήλωσίν της, «πρώτη φορά Αριστερά», καμαρώνει που έχει καταλάβει την πρώτη θέση του κεντροαριστερού πόλου. Ο Αλέξης Τσίπρας, υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2014, υποστήριξε το 2019, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, τον Φραντς Τίμερμανς των Σοσιαλιστών και όχι τον Νίκο Κιουέ, υποψήφιο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Αλλά και στη συνέντευξη που έδωσε προεκλογικά στον Σκάι, ανάμεσα στα άλλα, επιχείρησε να υποβαθμίσει το μέγεθος της ήττας του κόμματός του, συγκρίνοντας την επιρροή του με αυτή των υπόλοιπων κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε ποσοστό που τον κατατάσσει στα ισχυρότερα κόμματα της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη»! Μετά τις βουλευτικές εκλογές η ρητορική αυτή διευρύνθηκε, με τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζονται ότι αποτελούν «το ισχυρότερο κόμμα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς», ξεχνώντας φυσικά ότι ανάμεσα στις αριστερές και τις κεντροαριστερές πολιτικές υπάρχει άβυσσος, ότι ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός στην Ευρώπη έχει ως αρχιτέκτονες τους κεντροαριστερούς, τους διάφορους Σρέντερ, Μπλερ, Ολάντ, Ντάισελμπλουμ κ.ο.κ.
Όμως, παρά αυτή την καθεστωτική στροφή και παρά τη μεγάλη πτώση της επιρροής του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να συμπιέσει τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις: καθήλωση του ποσοστού του ΚΚΕ στο 5,3%, εξαφάνιση της ΛΑΕ (0,28% έναντι 2,86% το 2015), περιθωριοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (0,41%) – στοιχείο και αυτό της συντηρητικής μετατόπισης όλης της πολιτικής σκηνής. Για να το πούμε καθαρότερα, οι αντικαπιταλιστικές πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν να καλύψουν το κενό που άφησε η σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πλήρης ενσωμάτωσή του στον αστικό δικομματισμό.
Επομένως αυτό που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι (μόνο) γιατί ηττήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπό ποιους όρους και από ποιες αιτίες συντελέστηκε η μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά. Αυτό σημαίνει ότι οι αιτίες του εκλογικού αποτελέσματος δεν μπορεί να ανάγονται σε «επιμέρους λάθη» ή την «αλαζονεία της εξουσίας» και το ύφος κάποιων πρώην υπουργών ή στελεχών. Αντίθετα πρέπει να αναζητηθούν στις βαθύτερες σχέσεις από τις οποίες καθορίζεται η αντιπροσώπευση των διαφορετικών μερίδων του πληθυσμού (των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων) στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα συνολικά και στα πολιτικά κόμματα ειδικότερα.
2. Η κρίση ως «εθνική ευθύνη» και η «μεσαία τάξη»
Κατά την προεκλογική περίοδο φάνηκε καθαρά η στρατηγική σύγκλιση των δύο διεκδικητών της κυβερνητικής εξουσίας: «ανάκαμψη της οικονομίας προς το συμφέρον όλων των Ελλήνων». Το επίδικο επομένως ήταν ποιος από τους δύο μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα αυτή την κοινή στρατηγική.
Η ΝΔ πρόβαλε δύο κύρια πολιτικά επιχειρήματα: ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καθυστέρησε δραματικά την «ανάκαμψη» της ελληνικής οικονομίας (που είχε αρχίσει επί των ημερών της) με τη «διαπραγμάτευση» Ιανουαρίου-Ιουλίου 2015 και ότι «κατέστρεψε τη μεσαία τάξη» με την υπερβολική φορολογία που επέβαλε. Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αρχικά, μέχρι τις ευρωεκλογές, σχετικά διαφοροποιημένη: ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση υπηρέτησε «τους πολλούς» και η οικονομία ανέκαμψε λόγω ακριβώς αυτών των πολιτικών «που μας έβγαλαν από τα μνημόνια». Η ηγεμονία που απέκτησε η ΝΔ μετά τη νίκη της στις ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές αποτυπώθηκε καθαρά στη μετατόπιση της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό πλαίσιο που είχε ορίσει η ΝΔ. Τα επίδικα έγιναν τώρα ποιος έπληξε την ελληνική οικονομία και ποιος κατέστρεψε τη «μεσαία τάξη».
Μέσα από την προεκλογική αντιπαράθεση «ξαναγράφηκε» έτσι, σε δύο κατοπτρικές και επομένως κοινές ως προς τη λογική τους εκδοχές η ιστορία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008, ως ιστορία «εθνική», εθνικών πολιτικών ευθυνών! Και από τους δύο πυλώνες του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος μπήκαν στο περιθώριο οι πολιτικές του κεφαλαίου που και οι δύο υπηρετούν, οι οποίες στοχεύουν στη συμπίεση του (εργασιακού) κόστους και την «απελευθέρωση των αγορών», και οι οποίες ακολουθήθηκαν από τις αστικές δυνάμεις σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου: «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης με μισθούς «που αντέχει η οικονομία μας», και με πακτωλούς δημόσιου χρήματος για τη στήριξη των «αναπτυξιακών σχεδίων» του μεγάλου κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα αναδείχτηκε μια νέα ιδεολογική κατασκευή, η «μεσαία τάξη». Η συζήτηση περί φορολογίας και «υπερφορολόγησης» περιορίστηκε στη «μεσαία τάξη», αφήνοντας στο απυρόβλητο την υποφορολόγηση και τα αλλεπάλληλα «δωράκια» προς το κεφάλαιο. Ποια είναι όμως αυτή η «μεσαία τάξη»; Όπως μας πληροφορεί ο πάντοτε ενημερωμένος ελληνικός διαδικτυακός τόπος των euronews, «σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα, η μεσαία τάξη αντιστοιχεί σε ατομικό εισόδημα από €7.894 έως €21.050 ετησίως και αποτελεί το 59% του πληθυσμού».1 Προφανώς αυτό που περιγράφεται δεν είναι κάποια «τάξη», αλλά ένα σύνολο εισοδηματικών κατηγοριών με βάση ένα αυθαίρετο κριτήριο «μεσαίων» εισοδημάτων, κατάλληλο πάντως για το επίπεδο της προεκλογικής αντιπαράθεσης των δύο διεκδικητών της κυβέρνησης.
Όμως, ποιος κατέστρεψε, τελικά, το 59% του πληθυσμού; Ο πάντοτε «εύστοχος» πρώην υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος είχε δώσει προεκλογικά την πρέπουσα τεκμηριωμένη απάντηση: «το ετήσιο εισόδημα μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης μειώθηκε από το 2011 έως το 2014 κατά 5.258 ευρώ. Τα έτη 2015-16 αυξήθηκε κατά 146 ευρώ»!2 Τέτοια «αποκατάσταση των αδικιών» της περιόδου 2011-2014 (ολόκληρα 146 ευρώ ετησίως!) και να μην επιβραβευτεί στις κάλπες; Απορίας άξιο …
Αλλά ας σοβαρευτούμε, κι ας επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του πολιτικού κύκλου που έκλεισε με τις εκλογές 2019. Τι καθόρισε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015 και τι τη σημερινή συρρίκνωση της επιρροής του και τον μετασχηματισμό του σε «κύριο πόλο» της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, με την παράλληλη επάνοδο της Δεξιάς στην κυβέρνηση;
3. ΣΥΡΙΖΑ: Η νίκη και η ήττα
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του 2015 διότι κατάφερε να συνδεθεί και να εκφράσει το «εξεγερτικό κύμα» που αναπτύχθηκε στην ελληνική κοινωνία την περίοδο 2011-12, όταν έγιναν αισθητά τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008 και τέθηκε σε κίνηση η ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα, με την οποία οι κυρίαρχες τάξεις μετέθεταν τα βάρη για την αντιμετώπιση της κρίσης του κεφαλαίου στις πλάτες των εργαζόμενων τάξεων. Μια σημαντική μερίδα του κόσμου της μισθωτής εργασίας (εργατική τάξη και μισθωτή μικροαστική τάξη), καθώς και ένα τμήμα της αυτοαπασχόλησης εισέρχεται τότε για πρώτη φορά στις πρακτικές των μαζικών κινητοποιήσεων και αποστασιοποιείται από το παγιωμένο δικομματικό σύστημα αντιπροσώπευσης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Το «εξεγερτικό κύμα» δεν είναι όμως επαναστατικό κύμα. Μια εξέγερση δεν είναι επανάσταση, ούτε αναγκαστικά περιέχει τη δυναμική της «ριζικής αλλαγής του κόσμου». Αυτός είναι άλλωστε ο κανόνας, όταν απουσιάζει ο λεγόμενος «υποκειμενικός παράγοντας», η πολιτική στρατηγική που θα μπολιάσει το κίνημα με την προοπτική της αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της εργασίας και το όραμα της ανατροπής. Έτσι, ένα «εξεγερτικό κύμα» εύκολα εκτονώνεται ή υπάγεται στους κανόνες της κοινοβουλευτικής κανονικότητας και της εναλλαγής των κομμάτων της (αστικής) εξουσίας. Στις εκλογές του Μαΐου 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ έκφρασε ένα μεγάλο μέρος από το αυθόρμητο αίτημα των κινητοποιήσεων για δημοκρατία, προστασία της εργασίας και αναδιανομή πλούτου, εισοδήματος και εξουσίας υπέρ των λαϊκών τάξεων και της νεολαίας. Όμως, λίγο διάστημα μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να διολισθαίνει σε μια λογική «εθνικής ενότητας», διακηρύσσοντας την ικανοποίηση των πάντων, μέσα από μια πολιτική εξαγγελία για «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ελληνικού καπιταλισμού.
Η εσωτερική λειτουργία του Κόμματος ήταν πλέον υποτυπώδης, καθώς τα όποια θεσμικά όργανα, από τις «πολιτικές κινήσεις» βάσης μέχρι την Κεντρική Επιτροπή, έπαιζαν έναν υποδεέστερο ρόλο συγκριτικά με τον Πρόεδρο και τους συνεργάτες του, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν γνωστοί στο κόμμα. Μέχρι τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ «έκαιγε τα καύσιμα» της προηγούμενης περιόδου των κινημάτων, μετατρέποντας τη δυναμική τους σε εκλογικό ποσοστό και υπάγοντάς την στην προοπτική μιας «ανατροπής» που επαναπροσδιορίστηκε ως «παραγωγική ανασυγκρότηση» (του ελληνικού καπιταλισμού, φυσικά) και ως «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης» (των φαινομένων ακραίας φτώχειας). Στην εσωκομματική αντιπαράθεση το παιχνίδι είχε κριθεί από το τέλος του 2013 το αργότερο. Ως βασική εσωκομματική αντιπολίτευση είχε αναδειχθεί το «Αριστερό ρεύμα», το οποίο αντιπαρατίθετο όχι με την ουσία της στρατηγικής που εξέφραζε ο Αλέξης Τσίπρας («παραγωγική ανασυγκρότηση»), αλλά για τον τρόπο με τον οποίο θα λάβει χώρα η «παραγωγική ανασυγκρότηση» του ελληνικού καπιταλισμού: με ευρώ ή με (τη νέα) δραχμή;
Μετά την εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015 και μέχρι τον Ιούλιο 2015 αναδείχθηκε ως βασικός πρωταγωνιστής, μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα, ο «διαπραγματευτής» Υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης. Ο Βαρουφάκης είχε επιλεγεί από την ηγετική ομάδα πέριξ του Αλέξη Τσίπρα πολύ πριν τις εκλογές του 2015. Ήταν εκείνος που μπορούσε να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τη διολίσθηση της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ από την αναδιανομή εισοδήματος και «ισχύος» υπέρ των εργαζομένων στην «παραγωγική ανασυγκρότηση» (του ελληνικού καπιταλισμού). Καθώς δεν ήταν τυπικά μέλος του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούσε να εκφράσει τη μετάλλαξη της πολιτικής, κρύβοντάς την ταυτόχρονα. Είχε την άνεση να δηλώσει λίγες μέρες μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ότι «συμφωνούμε» με το 70% «των μεταρρυθμίσεων ή δεσμεύσεων» του Μνημονίου, κάτι, που στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, δεν θα τολμούσε να δηλώσει κανένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.Εξ’ άλλου, ο ίδιος υπέγραψε τη Συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015, που προεξοφλούσε την υπογραφή νέου μνημονίου καθώς προέβλεπε τη συνέχιση της χρηματοδότησης με βάση το πλάνο των δόσεων του υφιστάμενου ήδη Προγράμματος (Μνημονίου), εφόσον υπάρξει θετική αξιολόγηση από τους «θεσμούς».
Εντούτοις η κινηματική δυναμική των προηγούμενων ετών διατηρήθηκε και μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια λανθάνουσα έστω μορφή, ως παρακολούθημα της κοινοβουλευτικής «ανατροπής», όπως φάνηκε από το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, σε συνθήκες τρομοκράτησης του κόσμου της εργασίας, με τις τράπεζες κλειστές, όπου στην εκφοβιστική προπαγάνδα των ΜΜΕ προστίθετο και εκείνη μεγάλης μερίδας εργοδοτών, που επισήμαιναν στους υπαλλήλους τους τις ολέθριες συνέπειες του «Όχι». Εντούτοις, παρά την προπαγάνδα του τρόμου το «Όχι» υπερψηφίστηκε με 61,3%.
Ο τελικός συμβιβασμός με τις επιλογές του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου ήταν, λοιπόν, προδιαγεγραμμένος, με δημόσιο τρόπο, το αργότερο από τις 20 Φεβρουαρίου 2015 και ο Βαρουφάκης ήταν ο κατάλληλος σόουμαν, για να συντηρείται το αφήγημα περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» που συνεχιζόταν. Η κυβέρνηση δεν επιχείρησε να υλοποιήσει ούτε ένα μικρό μέρος από τις διακηρύξεις, με βάση τις οποίες κέρδισε τις εκλογές του 2015.
– Δεν αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ,
– δεν επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις,
– δεν έθεσε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων,
– δεν αναδιάρθρωσε τις κρατικές δαπάνες,
– και δεν έθεσε την πληρωμή ή μη των δόσεων στους δανειστές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καθώς δεν είχε καμία πρόθεση να συγκρουστεί πραγματικά με τις κυρίαρχες τάξεις και τους δανειστές.
Η κυβέρνηση ζητούσε απλώς από τους εκπροσώπους του εγχώριου και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, τους οποίους προνομιακά εκπροσωπούσαν «οι θεσμοί», να της επιτρέψουν να παρουσιάσει στο ελληνικό εκλογικό σώμα μια κάποια «νίκη στη διαπραγμάτευση» για να σωθούν τα προσχήματα, ενόψει της οριστικοποίησης του συμβιβασμού (πρωτογενή πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού που θα μειώνονται κάτω του 3% αν οι ρυθμοί μεγέθυνσης είναι ικανοποιητικοί, διατήρηση των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά …). Όταν εισέπραξε πλήρη άρνηση, ο Τσίπρας προκήρυξε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, προσδοκώντας ότι το αποτέλεσμα θα νομιμοποιούσε τον συμβιβασμό ως «δημοκρατική απόφαση του λαού». Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος έκανε φανερές τις ήδη ειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης, με την άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών και την υπογραφή του 3ου Μνημονίου.
Δεν έμενε πλέον παρά μόνο ένα επιχείρημα για τη συγκάλυψη της μεταστροφής: Ο ισχυρισμός ότι το τρίτο Μνημόνιο συνιστούσε μια «ηρωική ήττα» σε μια «άνιση σύγκρουση», ανάμεσα «στην Ελλάδα» και τους «θεσμούς». Όμως το επιχείρημα αυτό, του εξ ορισμού «άνισου συσχετισμού δύναμης» που οδηγεί στον συμβιβασμό, είναι η καλύτερη δικαιολόγηση του θατσερικού επιχειρήματος «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» (There Is No Alternative – TINA). Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να νομιμοποιήσει τον νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο» πιο αποτελεσματικά από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα. Πέτυχε αυτό που η ΝΔ δεν μπορούσε ποτέ από μόνη της να πετύχει.
Η επιβολή του «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», δηλαδή η προβολή από τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ του βασικού επιχειρήματος των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ για το αναπόφευκτο των Μνημονίων, είναι το άλλο όνομα για την προς τα δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το «μικρότερο κακό» του αστικού δικομματικού συστήματος. Με την προς τα δεξιά στροφή του, την αποδοχή των κυρίαρχων πολιτικών του κεφαλαίου, τη νομιμοποίηση του ΤΙΝΑ, λειτούργησε ως το σκαλοπάτι για τη συντηρητική στροφή του εκλογικού σώματος και τη νίκη της «χωρίς αυταπάτες» νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση με διακηρύξεις που θύμιζαν ριζοσπαστική Αριστερά (και υπόσχονταν μια «πρώτη φορά αριστερή» διακυβέρνηση). Η πτώση του ήρθε όταν κατέστησε σαφές ότι δεν είναι παρά μια εκδοχή της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, πυλώνας στη διαχείριση του υπάρχοντος συστήματος. Στην μεταλλαγή του αυτή ούτε έπεισε ότι κατέχει την αποτελεσματικότερη συνταγή για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού από την «καθαρόαιμη» εκδοχή της ΝΔ, ούτε κατάφερε να συμπιέσει τον έτερο κεντροαριστερό πόλο, το ΚΙΝΑΛ. Ακόμα και ο «κύριος εβδομήντα τοις εκατό» μπόρεσε να εμφανιστεί ως μία «από τα αριστερά» εναλλακτική στον ΣΥΡΙΖΑ!
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστεί προσεχώς υπέρμαχος της ενότητας της ευρύτερης Κεντροαριστεράς (ή της «Δημοκρατικής Παράταξης»). Παράλληλα θα επιχειρήσει να αμβλύνει τον «μεταμοντέρνο» χαρακτήρα του (κόμμα αρχηγικό, των ΜΜΕ, με υποτυπώδεις δεσμούς με τους ψηφοφόρους του, με τα τεκταινόμενα στους τόπους δουλειάς, στα συνδικάτα, στις τοπικές κοινωνίες), διευρύνοντας τον κομματικό μηχανισμό από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του και ενεργοποιώντας τις δυνατότητες διασύνδεσης με θεσμούς εκπροσώπησης, τις οποίες του δίνει η κυβερνητική θητεία και η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εγχειρήματα, βέβαια, αμφίβολης έκβασης στο περιβάλλον της σημερινής ήττας και του ανταγωνισμού με τους μικρότερος «πόλους» της Κεντροαριστεράς.
4. Η κρίση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς
Οι εκλογές 2019 επιβεβαίωσαν την τελεσίδικη απαξίωση της ΛΑΕ, μιας Αριστεράς που η βασική πολιτική της εκφώνηση αντιλαμβάνεται την αντίσταση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και τις καπιταλιστικές στρατηγικές ως εθνική αναδίπλωση και εθνική ανάπτυξη (εθνικό νόμισμα για παραγωγική ανασυγκρότηση), και που υποκαθιστά την ταξική πολιτική, τη στράτευση με την πλευρά της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με μια «εθνική στράτευση» για την υπεράσπιση των «συμφερόντων της χώρας». Αυτή η παρουσίαση των κοινωνικών αντιθέσεων ως απότοκου της «πάλης των εθνών» (της «αντιπαράθεσης» της χώρας με τα ξένα συμφέροντα) δεν είναι πλέον ελκυστική ούτε στα αριστερά ούτε στα μη αριστερά ακροατήρια, πέραν του ότι εκφράζεται προνομιακά από άλλες πολιτικές δυνάμεις, πέραν της Αριστεράς.
Η στρατηγική της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση του οικονομικού, γεωπολιτικού και στρατιωτικού ρόλου της στην περιοχή, μέσα από την «καθαρή» εκπροσώπηση-έκφραση της ΝΑΤΟικής και αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή, τον άξονα Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου-Αιγύπτου, τη στρατηγική κατοχύρωσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και εντάσεων ως αντιπαράθεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, το οικονομικό άνοιγμα στην Κίνα κ.ο.κ. παρουσιάζεται ως «υποταγή της χώρας» σε ξένα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Ακόμα χειρότερα, στην περίπτωση της ΛΑΕ ως λύση παρουσιαζόταν η συμμαχία με τη Ρωσία, μια καπιταλιστική δύναμη που οι εσωτερικές δομές της, το πολιτικό της σύστημα και οι ιμπεριαλιστικές πρακτικές της ουδεμία σχέση έχουν με το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Όμως και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που φέρει το αντικαπιταλιστικό πρόταγμα ακόμα και στον τίτλο της, ενδίδοντας τα τελευταία χρόνια στην «εναλλακτική» στρατηγική της «παραγωγικής ανασυγκρότησης με εθνικό νόμισμα», όχι απλώς δεν επωφελήθηκε από την εκλογική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είδε την παγίως μικρή εκλογική επιρροή της να συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο (από 0, 85% και 46 χιλιάδες ψήφους τον Σεπτέμβριο 2015 σε 0, 41% και 23 χιλιάδες ψήφους τον Ιούλιο 2019).
Αλλά και η κύρια δύναμη της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ, παρά τη θετική επανεκτίμηση κατά τα τελευταία χρόνια των αναλύσεών του και της πολιτικής στρατηγικής του σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, δεν κατάφερε να επωφεληθεί από τη δεξιά στροφή και τη συρρίκνωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, την εξαφάνιση της ΛΑΕ κ.ο.κ. Δεν αντιλήφθηκε το «εξεγερτικό κύμα» της περιόδου μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης και τη θεσμοθέτηση των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Δεν μπόρεσε έτσι (αφού κατά βάση δεν επιδίωξε) να συνδεθεί μαζί του και να το επηρεάσει σε μια κατεύθυνση συνεπούς στράτευσης στους αγώνες υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των φτωχών, στην προοπτική αμφισβήτησης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, σε μια εποχή που οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνονταν δραματικά. Κράτησε στάση «άμυνας» και «διατήρησης των δυνάμεών» του, σε μια ιστορική συγκυρία που απαιτούσε ενεργή παρουσία μέσα στις κινητοποιημένες λαϊκές μάζες, συζήτηση με τις αυθόρμητες απόψεις των κινημάτων και μετασχηματισμό τους σε επαναστατική κατεύθυνση, για να αποτραπεί η τιθάσευση και κοινοβουλευτικοποίηση των εξεγερτικών τάσεων από τις αστικές πολιτικές τάσεις και κόμματα, να πλατύνει και να οργανωθεί το στρατόπεδο της εργατικής-λαϊκής άμυνας στην καπιταλιστική επίθεση, να σφυρηλατηθεί μια πλατιά ανατρεπτική-αντικαπιταλιστική παρέμβαση.
5. Το ζητούμενο: Μια μαζική αντικαπιταλιστική στρατηγική
Οι εκλογές 2019 φαίνεται να σταθεροποίησαν τον αστικό δικομματισμό, επομένως και τα «αναπτυξιακά οράματα» των κυρίαρχων τάξεων. Το «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» απέναντι στο πλαίσιο των ασκούμενων πολιτικών μοιάζει μη αμφισβητήσιμο σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Όμως, η άνετη επικράτηση της ΝΔ δείχνει ταυτόχρονα το πόσο γρήγορα απαξιώνονται οι διαχειριστές των κυρίαρχων πολιτικών, τόσο στην διακηρυκτικά «φιλοεπιχειρηματική» (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ πριν το 2015), όσο και στην «επιδοματική» εκδοχή τους (ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019). Επομένως, είναι πρόωρο να μιλάμε για παγίωση και νομιμοποίηση του νεοφιλελεύθερου πλαισίου διαχείρισης που εγκαθιδρύθηκε μετά το 2010. Οι κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, που σήμερα βρίσκονται σε ύφεση, θα έρθουν και πάλι στην επιφάνεια με νέα ένταση, αυτό είναι αναπόφευκτο. Αυτό που δεν είναι σίγουρο είναι αν θα μπορέσει να συγκροτηθεί μια αντικαπιταλιστική στρατηγική μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης, που να υπερβαίνει τα όποια κομματικά «κάστρα», τα οποία έτσι κι αλλιώς με δυσκολία συγκρατούν πλέον τις δυνάμεις τους.
Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της νέας περιόδου.