Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.162, Editorial / www.theseis.com«Εδώ και περίπου 40 χρόνια τονίζουμε ότι η πάλη των τάξεων αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας και ειδικά ότι η ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο συνιστά τον μεγάλο μοχλό του κοινωνικού μετασχηματισμού στη σύγχρονη εποχή. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συναντηθούμε με ανθρώπους που θέλουν να απαλείψουν αυτή την ταξική πάλη από το κίνημα» (Μαρξ και Ένγκελς, 17-18/9/1879, Marx-Engels-Werke, τ. 19: 165).
1. Η κύρια και οι δευτερεύουσες αντιφάσεις
Με την είσοδο στο 2023, μπαίνουμε στην τελευταία περίοδο μιας άθλιας, ταξικά μεροληπτικής δεξιάς διακυβέρνησης, οι στόχοι της οποίας είναι η διάχυση της ιδεολογίας και της πρακτικής της «επιχειρηματικότητας», με μέσα τον αυταρχισμό και τον ιδεολογικο-πολιτικό «ναρκισσισμό» του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Έναν ακροδεξιό πολιτικό ναρκισσισμό, ο οποίος πηγάζει και αντλεί σχήματα από τη νίκη της αστικής τάξης απέναντι στις εξεγερτικές εμπειρίες της περιόδου 2008-2015. Η πολιτική και κοινωνική αντιδραστικότητα του Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του, το μίσος για τους εργαζόμενους, τους φτωχούς και τους μετανάστες, είναι αρθρωμένη με τον μετασχηματισμό των σχέσεων κράτους και κεφαλαίου και την επιδιωκόμενη άγρια υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο, που προωθείται με ιδιαίτερα έντονο τρόπο τα τελευταία τέσσερα χρόνια, συνεχίζοντας διάφορα νήματα από τη μνημονιακή εποχή και τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και βεβαίως η πολιτική αυτή έχει ως οχήματα την αστυνομοκρατία, αλλά και συχνά την ταξική μεροληψία της δικαιοσύνης. Όμως οι επιδιώξεις της Δεξιάς και του κεφαλαίου βρίσκουν διαρκώς απέναντί τους τα κινήματα και τις αντιστάσεις του κόσμου της εργασίας.
Στο διάστημα που πέρασε από την έκδοση του προηγούμενου τεύχους του περιοδικού ζήσαμε δύο «στιγμές» με ιδιαίτερη σημασία: Την απεργία και τις πρωτοφανούς όγκου συγκεντρώσεις της 9ης Νοεμβρίου 2022 σε όλες τις πόλεις της χώρας, και τις κινητοποιήσεις εναντίον του νόμου για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη.
Το χαρακτηριστικό στις συγκεντρώσεις της 9ης Νοεμβρίου ήταν αφενός το τεράστιο πλήθος που συμμετείχε και αφετέρου το ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό πρόσημο των συνθημάτων και ομιλιών, για την υπεράσπιση των εργατικών διεκδικήσεων και με σαφή καταδίκη των πολιτικών του κεφαλαίου: για αυξήσεις μισθών, κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ριζικά μέτρα κατά της ακρίβειας, κατάργηση των αντισυνδικαλιστικών νόμων, σταθερές συνθήκες εργασίας… Στο στόχαστρο όλων σχεδόν των συνδικαλιστών που πήραν τον λόγο ήταν η στρατηγική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας και η στράτευση στον αγώνα υπέρ της εργατικής τάξης βρέθηκε στο επίκεντρο των παρεμβάσεων και των συνθημάτων του μεγάλου πλήθους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν στο Σύνταγμα πήρε τον λόγο ο Γιώργος Κάζας, ταμίας του Σωματείου Εργαζομένων της ΛΑΡΚΟ, κυριάρχησε το σύνθημα «η ΛΑΡΚΟ ανήκει στους εργάτες και όχι στα παράσιτα τους κεφαλαιοκράτες», ενώ διαρκώς επανερχόταν το «τέρμα πια στην σύγχρονη σκλαβιά, σταθερή δουλειά ζητά η εργατιά».
Οι κινητοποιήσεις που είχαν προηγηθεί των απεργιακών συγκεντρώσεων της 9ης Νοεμβρίου καταστρατήγησαν ουσιαστικά τον περίφημο «νόμο Χατζηδάκη», καθώς πραγματοποιούνταν παρά τις προβλεπόμενες «απαγορεύσεις», πράγμα που συνέβη και στις 9 Νοεμβρίου με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, όταν η «απαγόρευση» της στάσης εργασίας που είχαν κηρύξει οι εργαζόμενοι αντιμετωπίστηκε από τη μεριά τους με 24ωρη απεργία!
Δυναμικές όμως ήταν και οι κινητοποιήσεις στο διάστημα 28/11-2/12/2022 ενάντια στον νόμο για το «νέο ΕΣΥ», στον οποίο αξίζει να αναφερθούμε εκτενέστερα.
Με τον νόμο αυτόν, η κυβέρνηση εφαρμόζει την πάγια στρατηγική της άλωσης «από τα μέσα» των δημόσιων οργανισμών που παράγουν κοινωφελείς υπηρεσίες, με την εισαγωγή, μαζί με το ιδιωτικό κεφάλαιο, και της λογικής του ατομικού οφέλους και του ανταγωνισμού.
Στη δημόσια αντίληψη και κριτική για τον νεοφιλελευθερισμό κυριαρχεί η εικόνα ενός κράτους σε ένταση με την οικονομία (ή το κεφάλαιο), ήτοι περισσότερο κεφάλαιο και λιγότερο κράτος. Πρόκειται για μια αντίληψη και κριτική που είναι συμμετρική με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, καθώς το μόνο που κάνει είναι να αντιστρέφει το πρόσημο της σχέσης για να επιλέξει τον «καλό» πόλο, το κράτος, απέναντι στον «κακό», την οικονομία-κεφάλαιο. Όμως, αυτό που φαίνεται ότι συμβαίνει δεν είναι μια σμίκρυνση του κράτους που δίνει κατά άμεσο τρόπο κομμάτια του στον ιδιωτικό τομέα, αλλά η είσοδος των κεφαλαιακών σχέσεων, των εμπορευματικών σχέσεων εντός του ίδιου του κράτους. Αυτό συνέβη εδώ και χρόνια (ήδη και επί ΣΥΡΙΖΑ), αλλά με μεγαλύτερη εντατικοποίηση τον τελευταίο χρόνο: σε «μικρή κλίμακα» στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. ανάληψη της εμπορευματοποίησης και εξατομίκευσης της επικουρικής ασφάλισης από το ίδιο το κράτος, με παράλληλη παραχώρηση εργασιών του ΕΦΚΑ σε εταιρείες και ελεύθερους επαγγελματίες). Δεν πρόκειται για μια γενική απώλεια της δημόσιας εγγύησης της κοινωνικής ασφάλισης, αλλά για κάτι πιο ύπουλο, και έτσι πιο επιτυχημένο πολιτικά από την άποψη της αποδοχής. Αυτές οι κινήσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης εισήγαγαν την άρθρωση του δημόσιου και του ιδιωτικού κεφαλαίου εντός του σκληρού πυρήνα του κράτους, του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ασφάλισης/σύνταξης και τη μετατροπή των νέων ασφαλισμένων σε διαχειριστές ασφαλιστικού κεφαλαίου. Όμως, η είσοδος των εμπορευματικών σχέσεων και του κεφαλαίου στον τομέα της παρεχόμενης από το κράτος δημόσιας υγείας αποτελεί σταθμό στη νέα σχέση κράτους και κεφαλαίου σε έναν κρίσιμο τομέα της ζωής του πληθυσμού.
Στόχος είναι η επιχειρηματική «πρακτική» να μην αποτελεί απλώς την αρχή λειτουργίας της διοίκησης, αλλά να διαχυθεί σε όλες τις βαθμίδες του οργανισμού. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό επιτυγχάνεται με μια διπλή κίνηση: Αφενός τα «κενά» των νοσοκομείων δεν αντιμετωπίζονται με αναβάθμιση του εξοπλισμού και προσλήψεις προσωπικού, αλλά θα καλύπτονται από ιδιώτες γιατρούς με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Αφετέρου, οι γιατροί του ΕΣΥ παύουν να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και αποκτούν τη δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού ιατρικού έργου, υπό την προϋπόθεση της συμμετοχής στα απογευματινά ιατρεία των νοσοκομείων, στο εφημεριακό πρόγραμμα της κλινικής και προφανώς στην καθημερινή πρωινή 35ωρη εβδομαδιαία λειτουργία της.
Αντί να καλύψει τις χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις αυξάνοντας παράλληλα τους μισθούς των γιατρών του ΕΣΥ (που θα καθιστούσε το ΕΣΥ «ελκυστικότερο» στους ιδιώτες γιατρούς), ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα παροχής ιδιωτικού έργου εκτός ΕΣΥ, μετατρέποντας το τελευταίο σε προθάλαμο ιδιωτικών ιατρείων: οι γιατροί του ΕΣΥ να τραβούν ασθενείς έξω, και οι ιδιώτες να αναζητούν επιπλέον πελάτες εντός ΕΣΥ.
Βεβαίως δεν έχουν όλοι οι γιατροί του ΕΣΥ (οι νέοι, οι ειδικευόμενοι, οι απλοί επιμελητές και επικουρικοί γιατροί …) τη δυνατότητα να παρέχουν ιδιωτικά υπηρεσίες ανάλογες των δημόσιων νοσοκομείων. Η ρύθμιση αφορά πρωτίστως διευθυντές κλινικών και ανώτερα στελέχη, ή εκείνους που η οικονομική τους κατάσταση τους επιτρέπει να ιδρύσουν συνεργατικά πολυ-ιατρεία. Μεσο-μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί όχι μόνο να μην ανακόψει, αλλά και να επιταχύνει το κύμα παραιτήσεων γιατρών του ΕΣΥ.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2021 και 2022, οι αποχωρήσεις υγειονομικού προσωπικού από το ΕΣΥ λόγω συνταξιοδότησης προβλέπονται την τριετία 2021-23 σε περίπου 12.000 άτομα μόνιμου προσωπικού, ενώ για την ίδια περίοδο οι προσλήψεις θα κυμανθούν γύρω στις 5.600. Με άλλα λόγια, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εθελούσιες αποχωρήσεις, το μόνιμο προσωπικό του ΕΣΥ προβλέπεται να μειωθεί κατά σχεδόν 6.500 άτομα σε μία τριετία. Αντίστοιχες δε είναι και οι μειώσεις στο μη μόνιμο προσωπικό.
Πρόκειται για μια στοχευμένη ιδιωτικοποίηση και παράλληλα απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας, που όπως επισημαίνει η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αθηνών και Πειραιώς (ΕΙΝΑΠ) θα επιφέρει «εμπορευματοποίηση της Υγείας και υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Είναι επομένως προφανές γιατί κινητοποιούνται οι υγειονομικοί του ΕΣΥ και όσοι υπερασπίζονται την άποψη ότι η υγεία οφείλει να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι καπιταλιστικό εμπόρευμα· με τα λόγια της Δέσποινας Τοσονίδου, εκ μέρους της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών: «Η υπεράσπιση των δικών μας εργασιακών δικαιωμάτων έρχεται σε δεύτερη μοίρα, ο αγώνας που κάνουμε δεν είναι παρά για να μην χαθεί το δικαίωμα του λαού στη δωρεάν και δημόσια περίθαλψη».
Όμως εμφανίζεται και ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο: στο «νέο ΕΣΥ» αντιδρούν ακόμα και οι σύλλογοι και Ομοσπονδίες που ελέγχονται από στελέχη προσκείμενα στο κυβερνητικό κόμμα, όπως ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος, σύλλογοι που σε μεγάλο βαθμό εκπροσωπούν ιδιώτες γιατρούς ή τα ιδιωτικά νοσοκομεία και θεραπευτήρια. Η ερμηνεία του «παράδοξου» είναι μάλλον απλή: Η ντε φάκτο ιδιωτικοποίηση του ΕΣΥ εντείνει τον ανταγωνισμό των ιδιωτών της Υγείας, καθώς ρίχνει στην αγορά και μια μερίδα του προσωπικού του ΕΣΥ!
Στις συνεχιζόμενες αντιδράσεις στελεχών της ΝΔ για το δίκτυο παρακολουθήσεων από το «καθεστώς Μητσοτάκη», που αναφερθήκαμε εκτενώς στο προηγούμενο Editorial του περιοδικού (τ. 161), προστέθηκαν, λοιπόν, ως στοιχείο «εσωκομματικής δυσφορίας», και οι «εσωκομματικές» αντιδράσεις στο «νέο ΕΣΥ».
Για άλλη μια φορά δίπλα στη βασική ταξική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας προβάλλει στην επιφάνεια και η πολλαπλότητα των δευτερευουσών ταξικών αντιθέσεων και συμφερόντων. Πρόκειται περί «αντιθέσεων στους κόλπους του λαού»; Ίσως, ως ένα βαθμό. Αν και εδώ μάλλον πρόκειται περισσότερο για αντιθέσεις στο εσωτερικό του μπλοκ της αστικής τάξης και των συμμάχων της.1
2. Θολό πολιτικό τοπίο
Οι επικείμενες εντός των επόμενων μηνών εκλογές του 2023 θα κρίνουν αν τη διαχείριση των λίγο-πολύ παγιωμένων αστικών στρατηγικών θα συνεχίσουν να ασκούν παράγοντες του περιβάλλοντος Μητσοτάκη συνεπικουρούμενοι από στελέχη της ΝΔ, ή αν το έργο αυτό θα αναλάβει ένα πολιτικό προσωπικό προερχόμενο από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς.
Η συνεχιζόμενη δημοσκοπική υπεροχή του Μητσοτάκη και της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ασφαλώς ένδειξη για το γεγονός ότι η Δεξιά διαθέτει ένα σημαντικό και μάλλον συμπαγή πυρήνα ψηφοφόρων από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, που ταυτίζουν τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα με τις επιθυμίες και τα συμφέροντά τους, ή άλλοι που θεωρούν την παρούσα κυβέρνηση ως το «μικρότερο κακό». Βεβαίως, η παρούσα κυβέρνηση, στην οποία τον πρώτο λόγο έχει το στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού και τα ακροδεξιά στελέχη που προέρχονται από το ΛΑΟΣ, δυσαρεστεί, όπως ήδη σημειώσαμε, ακόμα και μερίδα των παραδοσιακών στηριγμάτων της συντηρητικής παράταξης. Η κυβέρνηση πορεύεται προς τις εκλογές δεχόμενη πυρά όχι μόνο από την αντιπολίτευση και τα κινήματα που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και τις συνθήκες ζωής του κόσμου της εργασίας, αλλά και από το (πολιτικό και κοινωνικό) εσωτερικό της. Όμως, η «εσωτερική κριτική» ενός συστήματος εξουσίας, όταν απευθύνεται στα παραδοσιακά στηρίγματα αυτής της εξουσίας, έχει πάντα μια αντιφατική λειτουργία: Όσον καιρό παραμένει «εσωτερική», επικρίνει μεν, αλλά ταυτόχρονα δηλώνει σιωπηρά ότι ενδεχομένως το σύστημα μπορεί να «διορθωθεί». Όπως έγραφε ο Ρολάν Μπαρτ πριν μισό αιώνα: «Στο κάτω-κάτω, τι σημασία έχει αν η Τάξη είναι κάπως βίαιη ή τυφλή, μια και μας επιτρέπει να ζούμε χωρίς σοβαρά προβλήματα;» (Μυθολογίες – Μάθημα, Αθήνα, εκδ. Ράππα 1979: 84).
Όμως η κύρια αιτία που η κυβέρνηση δεν μοιάζει να βρίσκεται σε διαδικασία υποχώρησης και ήττας, οφείλεται στο ότι η κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει μια πειστική εναλλακτική (αντιδεξιά) δυναμική, που να διεγείρει τις κοινωνικές τάξεις που υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση και την κρατική βία, ώστε να στρατευθούν σε μια προοπτική «αλλαγής». Η Κεντροαριστερά δεν πείθει ότι αποτελεί κάποια άξια λόγου προοπτική για «αλλαγή», που θα επανέφερε στην πολιτική, και κατ’ επέκταση στην κάλπη, όσες και όσους βίωσαν την αποστράτευση, την απογοήτευση, την αποχή της τελευταίας επταετίας. Και από την άλλη, το ανερχόμενο κινηματικό κύμα που στηρίζεται πολιτικά από τις δυνάμεις της κομμουνιστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κινείται, στη δοσμένη συγκυρία, με ρυθμούς που δεν επαρκούν για να ανατρέψουν το σημερινό σκηνικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜΕΡΑ25 συνιστούν μια συμμετρική αντιστροφή της κυβερνητικής Δεξιάς, ένα «όχι» σε ένα «ναι» εντός του ίδιου κυβερνητικού συστήματος αναπαραγωγής. Μια Κεντροαριστερά (που ενίοτε αυτοπροβάλλεται ως «Αριστερά») η οποία είναι τόσο καταθλιπτικά κυβερνητική, που αυτό την καθιστά αναποτελεσματική αντιπολιτευτικά και απούσα. Κάθε λόγος και κάθε πράξη της είναι ήδη μέσα στο παιχνίδι της υπάρχουσας μορφής πολιτικής εξουσίας, δεν μπορεί να φέρει μια δύναμη από αλλού. Γίνεται φανερό, δηλαδή, ότι η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να συσχετιστεί και να φέρει στο πολιτικό παιχνίδι τον κόσμο των εργαζομένων, των αποκλεισμένων, των φτωχών, των μεταναστών, ούτε να ενθαρρύνει τις αντιστάσεις στην έμφυλη βία. Δεν μπορεί να συνομιλήσει με τους εργαζόμενους στις ψηφιακές πλατφόρμες και τους νέους ψηφιακούς εργαζόμενους. Χαρακτηριστικά, η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα των υποκλοπών επιβεβαιώνει την αδυναμία του αλλαγής των όρων του πολιτικού παιχνιδιού, αλλά και την αδυναμία του να κατανοήσει γιατί ο κόσμος που ζει στην εποχή της συνεχούς διαχείρισης μιας δημοσιοποιημένης εικόνας του εαυτού και της συνεχούς διακινδύνευσης αποκάλυψης προσωπικών πληροφοριών, δεν ενδιαφέρεται και πολύ για το ζήτημα. Έτσι, η επιμονή του στο ζήτημα δείχνει την απόστασή του από τις συνθήκες της πραγματικής ζωής, αλλά και έναν παλιομοδίτικα θεσμολαγνικό και αναποτελεσματικό τρόπο άσκησης πολιτικής.
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναταραχή των θέσεων των κομμάτων αλλά ούτε ένας έκδηλος πολιτικός αναβρασμός του κόσμου. Κάθε κόμμα έχει καταλάβει μια παγιωμένη θέση στο κοινοβουλευτικό σύστημα καιδεν φαίνεται ότι δύναται να υπάρξει κάποια άσκηση δυνάμεων (απόσυρση-μετακίνηση-είσοδος) επ’ αυτών από τον κόσμο (όπως συνέβη με την «εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ» το 2012).
Η συνύπαρξη πάντως όλων των τάσεων που περιγράψαμε παραπάνω έχει διαμορφώσει ένα «θολό» πολιτικό τοπίο, που δεν επιτρέπει την καθαρή διάγνωση των υπόγειων κοινωνικών διεργασιών. Οι εκλογές, και μόνο από το γεγονός ότι – παράλληλα με την επικύρωση-νομιμοποίηση της εξουσίας – προϋποθέτουν ενός είδους εκδήλωση των διαθέσεων και επιθυμιών του κοινωνικού σώματος, ενδέχεται να φέρουν στην επιφάνεια αφανείς σήμερα τάσεις, ως προοίμιο μιας νέας φάσης της πάλης των τάξεων.
3. Ποιο είναι το «μικρότερο κακό»;
Ακόμα και σε μια «βουβή» συγκυρία όπως η σημερινή, η κινητήρια δύναμη των εξελίξεων είναι πάντα η πάλη των τάξεων. Η πολύμορφη, συχνά «κρυφή» και φαινομενικά παθητική, ενίοτε όμως ανοικτή και ορμητικά ενεργητική αντίσταση-δράση της εργατικής τάξης, των φτωχών, των εκμεταλλευόμενων, της νεολαίας, πριν από, και ενάντια στις διαρκώς ανανεούμενες στρατηγικές περαιτέρω αύξησης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της πειθάρχησης στην εξουσία.
Η βασική δύναμη βελτίωσης των όρων ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι οι μαζικοί αγώνες των εργαζομένων, όσων υφίστανται την εκμετάλλευση και την κρατική καταστολή. Η θέση αυτή αποδεικνύεται διαρκώς σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Από το Ιράν, όπου η ανυποχώρητη πάλη για τα δικαιώματα των γυναικών οδήγησε στην κατάργηση της «αστυνομίας ηθών» και την αναθεώρηση των νόμων περί υποχρεωτικής χρήσης μαντίλας, μέχρι την Κίνα, όπου οι αντίστοιχες διαρκείς μαζικές διαδηλώσεις οδήγησαν στην απόσυρση των κατασταλτικών μέτρων «μηδενικής ανοχής» για την εξάλειψη της πανδημίας COVID-19.
Ενδέχεται λοιπόν, σε αυτή τη συγκυρία που εκ πρώτης όψεως δεν διαφαίνεται η δυνατότητα κάποιου κενού, να λάβει και πάλι χώρα η ανάληψη πολιτικών θέσεων ρίσκου από τους «από κάτω», όπως άλλωστε συνέβη «ξαφνικά» το 2008 μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Ενδέχεται δηλαδή να συντελείται κάτι βουβό, κάποιες σιωπηλές κινήσεις, υπόγειες, μακρόσυρτες, που δεν έφτασε ακόμη η στιγμή για να εκφραστούν.
Κάποιες μεμονωμένες στιγμές ξαφνικής έκρηξης απέναντι στην αναίσχυντη διακυβέρνηση, όταν αυτή φτάνει το άδικο στα άκρα, επαναλαμβάνονται άλλωστε περιοδικά, κυρίως στα συμβάντα που μας υπενθυμίζουν τη στρατιωτική γείωση της πολιτικής εξουσίας, όπως η καταδίωξη και ο πυροβολισμός στο κεφάλι του δεκαεξάχρονου Κώστα Φραγκούλη από τους αστυνομικούς που τον καταδίωκαν για 20 ευρώ απλήρωτης βενζίνης.
Κατά σύμπτωση, τις ίδιες μέρες με τον πυροβολισμό και τελικώς τον θάνατο στην εντατική του Φραγκούλη, υπερψηφίστηκε στη Βουλή από το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ, κυβερνητική τροπολογία για παροχή επιδόματος 600 ευρώ στους ένστολους. Στη δεδομένη στιγμή, η υπερψήφιση αυτή παραπέμπει σε απροθυμία συμπόρευσης με το όποιο αυθόρμητο μαζικό κίνημα αντίστασης στην αστυνομική καταστολή, γεγονός που αναγνωρίστηκε με αυτοκριτικό τρόπο από το ΚΚΕ, με σχετική τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα του στη Βουλή, στις 17/12/22, ενώ από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ είχε δημοσιοποιηθεί διαφωνία 270+ στελεχών του.
Το επίδομα αυτό δεν αποτελεί «μπόνους» των αστυνομικών για τον ιδιαίτερο «ζήλο» με τον οποίο εκτελούν το έργο τους, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Θα δινόταν ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τη δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη. Έχει ενδιαφέρον εδώ η έμμεση αιτιολόγηση της Κυβέρνησης για το ότι δεν δόθηκε και στους υγειονομικούς με το επιχείρημα ότι τους παραχωρήθηκε η δυνατότητα να έχουν ιδιωτική πελατεία μέσα στα νοσοκομεία. Ωστόσο στους αστυνομικούς δεν πρόκειται ποτέ να δοθεί η δυνατότητα να κάνουν δεύτερη δουλειά (π.χ. του σεκιουριτά) τα απογεύματα! Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών υπηρεσιών αφορά τους πάντες εκτός από αυτούς που ασκούν το κρατικό μονοπώλιο της βίας… Επιπλέον, η χορήγηση διαφόρων ειδών έκτακτων επιδομάτων σε επιλεγμένες κατηγορίες εργαζόμενων και υπό διάφορες προϋποθέσεις, αντί της αύξησης των μισθών, είναι μια μνημονιακή πολιτική που εφαρμόστηκε ευρέως και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια πολιτική που συντηρεί μια σχέση εξάρτησης των εργαζόμενων από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Η ψήφιση τέτοιων δήθεν ευεργετικών παροχών νομιμοποιεί και απενοχοποιεί αυτές τις πολιτικές και αυτή τη σχέση εξάρτησης.
Υπάρχει λοιπόν ίσως κάτι βουβό, κάτι σιωπηλό που δεν μετατρέπεται ακόμα σε κίνηση. Αλλά «το πραγματικό ερώτημα είναι πώς να κάνεις μια κίνηση, πώς να περάσεις μέσα από τον τοίχο, ώστε να μην χτυπάς συνέχεια το κεφάλι σου πάνω του» (Deleuze, “On Philosophy”, Negotiations 1995: 138).
Για να απαντηθεί το ερώτημα, για να περάσουν οι αντικαπιταλιστικές πολιτικές δυνάμεις «μέσα από τον τοίχο», απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εμμένουν στην προώθηση των ταξικών συμφερόντων και των αγώνων της εργατικής τάξης και των φτωχών. Όχι να ενσωματωθούν στο αστικό πολιτικό σύστημα ως παρακολούθημα της Κεντροαριστεράς «για να φύγει η Δεξιά»! Διότι η δεξιά πολιτική φεύγει, μόνο όταν ηττάται από τους μαζικούς αγώνες.
Περισσότερο από έναν αιώνα πριν, η επαναστατική τότε γερμανική Σοσιαλδημοκρατία αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα, είχε κληθεί να απαντήσει στο ίδιο ερώτημα, μιας ενδεχόμενης στήριξης του Κέντρου, για να «φύγει η Δεξιά». Και είχε τότε το ερώτημα απαντηθεί με επαναστατική σαφήνεια, μεταξύ άλλων από τον Καρλ Λήμπκνεχτ:
«Καυτηριάστηκε το γεγονός ότι δήλωσα […] πως η υιοθέτηση ενός νέου [αντι]σοσιαλιστικού νόμου θα ήταν μικρότερο κακό από τη θόλωση του ταξικού ανταγωνισμού και των κομματικών γραμμών μέσω μιας εκλογικής συμμαχίας […] με το Πρωσικό Προοδευτικό Κόμμα. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο πείθομαι για την ορθότητα της θέσης μου. Τι θα απογίνει το κόμμα αν επιτρέψουμε να μας βγάλουν από την τροχιά των κομματικών μας αρχών οι απειλούμενοι ή επικείμενοι κίνδυνοι και τα μειονεκτήματα; […] Ο φόβος και η υποχωρητικότητα δεν αφοπλίζουν τον εχθρό, αλλά τον ενθαρρύνουν. Όχι ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να τρέξουμε με το κεφάλι στον τοίχο. Θέλουμε και πρέπει να είμαστε “πρακτικοί”. Αλλά αυτό έχει ποτέ αμφισβητηθεί; […] Ας σκεφτούμε μόνο την πιο σημαντική από όλες τις μεταρρυθμίσεις: την κοινωνική μεταρρύθμιση, στην οποία η κυβέρνηση, αν δεν θέλει να χτίσει ερείπια ή κάστρα στον αέρα, πρέπει να καταφύγει στις προτάσεις που κάναμε πριν από δεκαετίες. […] Όπου όμως το [ταξικό] συμφέρον το επιβάλλει, δεν χρειάζονται συμβιβασμοί, εκλογικές συμμαχίες και συνθήκες. […] Η ενίσχυση του Κέντρου ήταν υπό όλες τις συνθήκες – αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα της αρχής – ένα σοβαρό λάθος τακτικής». (Kein Kompromiß – Kein Wahlbündnis. 1899: https://www.marxists.org/deutsch/archiv/liebknechtw/1899/keinkomp/text2.htm).
1 «Η ελευθερία και η δημοκρατία δεν υπάρχουν παρά στο συγκεκριμένο και ποτέ στο αφηρημένο. Σε μια κοινωνία, όπου υπάρχει η ταξική πάλη, όταν οι εκμεταλλεύτριες τάξεις έχουν την ελευθερία να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους, οι εργαζόμενοι δεν έχουν την ελευθερία να αποφεύγουν την εκμετάλλευση· όταν η αστική τάξη χαίρει της δημοκρατίας, δεν υπάρχει δημοκρατία για το προλεταριάτο και τους άλλους εργαζομένους» («Για τη σωστή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού», στο Μάο Τσε Τουνγκ, Τέσσερα φιλοσοφικά δοκίμια, εκδ. Καρανάση 1966: 108).