Η τέχνη της εξαπάτησης. «Αριστερή» αμηχανία απέναντι στο «πολιτικά αδιανόητο»

Συντακτική Επιτροπή

Περιοδικό Θέσεις, τ.143, Editorial / www.theseis.com

Στις 30 Ιανουαρίου έφθασε το πλήρωμα του χρόνου:
ο Χίτλερ μπόρεσε να εγκατασταθεί στην (παλιά) καγκελαρία του Ράιχ.
Κάνοντας απολογισμό δεν μου φαίνεται
ότι αναγνωρίστηκε αμέσως η σημασία αυτού του γεγονότος

Willy Brandt1

Αόρατο νήμα

Εδώ και αρκετό καιρό αναδύεται στην πολιτική σκηνή το «πολιτικά αδιανόητο». Και μπορεί μεν η Ελλάδα να κρατάει τα σκήπτρα στις «πολιτικές εκπλήξεις», με την άνευ προηγουμένου ακύρωση μιας σε κάθε ευκαιρία διατυμπανισθείσας «ανατροπής» που μεταμορφώθηκε σε πλήρη και χωρίς προϋποθέσεις «συμμόρφωση», αλλά δεν στέκεται μόνη σε έναν «θαυμαστό νέο κόσμο» που αλλάζει. Διότι οπουδήποτε και αν στρέψει κανείς το βλέμμα αντικρύζει πολιτικές μεταμορφώσεις σε συνέχεια της αποσάθρωσης παραδοσιακών τρόπων κοινωνικής ρύθμισης και πολιτικής αντανάκλασής της.

Να θυμίσουμε τη Γαλλία όπου το βοναπαρτικό στοιχείο που έχει καταστατικά ενσωματώσει ακόμη και στο Σύνταγμά της η Γαλλική Republique, με την απόλυτη εκχώρηση στον Πρόεδρο της δυνατότητας απολυταρχικής διακυβέρνησης χωρίς καν την τυπική νομιμοποίηση από ευνουχισμένα κοινοβούλια της κρίσης, για μια ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε μέσα από την τυπική νεωτερικότητα. Από το πολιτικό noman’s land αναδύθηκε μια νέα πολιτική δύναμη που εκλέχτηκε στη βάση της εξάλειψης των διακρίσεων Αριστεράς και Δεξιάς στο πολιτικό σκηνικό και την κοινωνία, μιας απόλυτης ισοπέδωσης από την οποία «εξέχει» ο νομιμοποιών Βοναπάρτης – Μακρόν.

Αλλά και στις ΗΠΑ ο λαός «αποφάσισε» να εκλέξει στην προεδρία μια αλλοπρόσαλλα εξωφρενική φυσιογνωμία με απρόβλεπτες αντιδράσεις που συχνά φέρνουν στα όριά του τον παραδοσιακά συντηρητικό και εξισορροπητικό απέναντι στις προεδρικές «υπερβάσεις» μηχανισμό διαχείρισης του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος της παγκόσμιας υπερδύναμης. Για να τιμωρήσει το «κατεστημένο» της κεντρικής πολιτικής σκηνής, ο «λαός» εκχώρησε την εξουσία σε ένα κέντρο που δεν αισθάνεται ότι έχει ανάγκη την παραμικρή νομιμοποίηση.

Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι για πρώτη φορά βιώνουμε ανήκουστες παλινωδίες στον παραδοσιακά ρυθμισμένο πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό της Γερμανίας, όπου για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης απαιτήθηκαν έξι μήνες, αλλαγή ηγεσίας στους σοσιαλδημοκράτες, μια αποτυχημένη απόπειρα σχηματισμού τρικομματικής κυβέρνησης και έμπρακτη ανατροπή των πολιτικών διδαγμάτων από τις πρόσφατες εκλογές.

Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πολιτικές εκφάνσεις της κρίσης που δείχνουν να φέρνουν στα όριά της την πολιτική ρύθμιση των κοινωνικών αντιφάσεων, όρια που όμοιά τους δύσκολα θα βρούμε στη μεταπολεμική συγκυρία.

Και όλα αυτά να γίνονται στον πυρήνα της «δημοκρατικής Δύσης» με αιχμή την «Ευρώπη του διαφωτισμού», που πάντα αντιδιαστελλόταν προς τη θεσμικά ακρωτηριασμένη μετα-κομμουνιστική Ανατολή, στην οποία η υποστολή του «ολοκληρωτικού» παρελθόντος προϊδέαζε ότι η πλήρης αστική παλινόρθωση θα είχε να αντιπαλέψει για κάποιο διάστημα με την ταλάντωση του κοινωνικού εκκρεμούς προς αντίρροπες πολιτικές εκζητήσεις.

Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος για τις «πολιτικές αρρυθμίες» της περιόδου και σε ποια βάση τις αντιμετωπίζει η Αριστερά, ή έστω οι δυνάμεις που επαγγέλλονται κάποιου τύπου αλλαγή στους κοινωνικούς συσχετισμούς;

Μηνύματα του βάλτου

Αναζητώντας τις αιτίες θα πρέπει να ερευνήσουμε τον συνεκτικό ιστό στον οποίο εμβαπτίζονται οι πρωτόγνωρες πολιτικές εκφάνσεις, καθώς επίσης να ανιχνεύσουμε το κόκκινο νήμα που τις διαπερνά. Ο κοινός παρονομαστής στις εκφάνσεις της κρίσης θα πρέπει να συνδέεται με μια καταστατική ανασφάλεια που φαίνεται να διαπερνά τις κοινωνίες και συμπαρασύρει ιδεολογίες, διαχειριστές, «υποκείμενα» πριμοδοτώντας διαχειριστικές ακροβασίες που την εξωτερικεύουν.

Η παταγώδης αποτυχία της πενταετίας Ολάντ στη Γαλλία, που ενώ ήρθε με σημαία την αλλαγή της πολιτικής Σαρκοζί, την περιστολή της λιτότητας, έγινε ένθερμος θιασώτης της, ενισχύοντας ταυτόχρονα την απολυταρχική μορφή διακυβέρνησης. Με αφορμή την τρομοκρατία εγκαθίδρυσε πρακτικά ένα καθεστώς ιδιότυπου στρατιωτικού νόμου με κύρια αιχμή την περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων ως «ατμομηχανή» της ανάπτυξης, πυροδοτώντας την κοινωνική αμφισβήτηση. Το αποτέλεσμα ήταν η αποσάθρωση των όποιων κοινωνικών στηριγμάτων διέθετε το σοσιαλιστικό κόμμα, που οδήγησε στην πρωτοφανή απόφαση2 υπηρετών Πρόεδρος να μην κατέλθει καν στην αναμέτρηση των προκριματικών και φυσικά στις προεδρικές εκλογές. Η εκλογή Μακρόν ήταν μια «πολιτικά αδιανόητη» νεοφιλελεύθερη επιλογή μπροστά στο ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο ως «λαϊκή αντιπολίτευση», που νομιμοποίησε όμως την τρέχουσα παλινόρθωση.

Οι ΗΠΑ ζουν ένα διαρκές «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» που έρχεται στην επιφάνεια είτε με την ακραία νόμιμη καταστολή (ο νόμος επιβάλλεται συμβολικά και πρακτικά με το όπλο, πράγμα που το έχουν νοιώσει κυριολεκτικά στο πετσί τους πολλοί έγχρωμοι), είτε με την καταστατική θεμελίωση της κοινωνικής ανισότητας (το «αμερικάνικο όνειρο»), είτε με το φάντασμα της εξέγερσης των «δούλων» που παρά τη φυλετική εξισορρόπηση εξακολουθεί να στοιχειώνει το κοινωνικό ασυνείδητο. Η ανάδυση του «αδιανόητου» Τραμπ αξιοποίησε τη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στους «συμβιβασμούς» της προεδρίας Ομπάμα, 3 και στηρίχθηκε από τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα σε μια απόπειρα να υπάρξουν «εύκολες» και «απλές» λύσεις που αρκεί κάποιος να τολμήσει: τοίχος στα σύνορα με το Μεξικό, προστατευτισμός στο παγκόσμιο εμπόριο, 4 επενδύσεις στις υποδομές, κλπ.

Μακρόν και Τραμπ εγκαταστάθηκαν στο κέντρο της πολιτικής σκηνής χωρίς παρελθόν και με έκδηλα φαινόμενα πολιτικού βολονταρισμού, ως μια «από τα πάνω» παλινόρθωση που αξιοποίησε την αμηχανία και αδυναμία των μαζών, αποτέλεσμα της μακρόχρονης επίθεσης του κεφαλαίου μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, με προεξάρχοντα τον πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό.

Δεν οδηγούν όμως όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής αστάθειας σε «ρηξικέλευθες» πολιτικές και κοινωνικές επιλογές. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η απρόβλεπτη αντίδραση των κοινωνικών στηριγμάτων οδηγεί σε πολιτικό τέλμα: πρωθυπουργοί εν ενεργεία προβαίνουν σε πολιτική αυτοχειρία προκηρύσσοντας χωρίς προφανή αιτιολογία δημοψηφίσματα που θεωρούν ότι ελέγχουν, για να καταποντιστούν αυτοί στη συνέχεια στην πολιτική αφάνεια και να περιέλθει το πολιτικό σύστημα σε κρίση.

Ο Ντ. Κάμερον στη Μ. Βρετανία υποτιμά την τάση εθνικής αναδίπλωσης και υφίσταται στρατηγική ήττα σε ένα προφασικό δημοψήφισμα, που απλά πιστοποιεί το ατελέσφορο των πολιτικών επιλογών.

Ο Μ. Ρέντσι στην Ιταλία αυτοπαγιδεύεται σε «συνταγματική μεταρρύθμιση» που δεν είναι παρά εκλογικός τακτικισμός, με αποτέλεσμα τη δική του πολιτική αφάνεια και την κατακρήμνιση παραδοσιακών «κομμάτων εξουσίας».

Τέλος, η εφαρμογή των νέων «εθνικών ιδεολογιών» στην εποχή του «τέλους της ιστορίας» στη δια δημοψηφίσματος «επανάσταση» της Καταλωνίας, ανέδειξε τη στρατηγική σύγχυση του «ηγέτη» που απλά δεν ήξερε τι να κάνει με την περίφημη «διακήρυξη ανεξαρτησίας» την οποία με πολλή προσπάθεια κατόρθωσε να εκμαιεύσει.

Οι μηχανισμοί εξουσίας εμφανίζονται γυμνοί σε κοινωνικούς σχηματισμούς που έχουν σημαντική προϊστορία στην οργάνωση της συναίνεσης των κοινωνικών στηριγμάτων.

Η μεγάλη ανατριχίλα

Δεν είναι όμως μόνο οι περιπτώσεις με σημαντικές ανατροπές στις πολιτικές εκπροσωπήσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον. Ακόμη και εκεί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διατηρούνται βασικές παράμετροι του πολιτικού σκηνικού με τη συνεχιζόμενη παρουσία «κομμάτων εξουσίας», οι μετατοπίσεις και μεταμορφώσεις πάλαι ποτέ «εργατικών» ή «σοσιαλιστικών» κομμάτων είναι καταιγιστικές. Οι σχηματισμοί αυτοί μετατρέπονται χωρίς αιδώ και με μαχητικότητα νεοφώτιστου σε απόστολους της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.

Πώς να κρίνει κανείς το ολλανδικό «Κόμμα της Εργασίας» που ενώ συνεχώς συρρικνώνεται, υιοθετεί συστηματικά μια τυχοδιωκτική αντι-κοινωνική πολιτική σε ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη βάση, και γίνεται συνιστώσα δεξιών ή ακροδεξιών συνασπισμών διακυβέρνησης.

Πώς να χαρακτηρίσει κανείς το κόμμα της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, που ενώ καταγράφει ιστορικό χαμηλό στις πρόσφατες εκλογές και αρχικά δείχνει να αντλεί τα σχετικά συμπεράσματα, τελικά αναβιώνει έναν θνησιγενή «μεγάλο συνασπισμό», που στέλνει αέρα στα πανιά της ακροδεξιάς, ισχυρής πλέον αντιπολίτευσης.

Ποια συμπεράσματα αντλεί κανείς από τη στάση των Άγγλων Εργατικών στο ζήτημα του Brexit όταν παραπαίοντας ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι» προβάλλουν το επιχείρημα ότι με την έξοδο από την Ευρώπη και τον έλεγχο των προσφυγικών ροών μπορεί να μειωθεί η πίεση που ασκείται στην εγχώρια αγορά εργασίας με το ιδιότυπο κοινωνικό dumping που τους επιβάλλει η ανάγκη για επιβίωση.

Ποια στάση υιοθετεί κανείς απέναντι στις «σώφρονες» συντηρητικές φωνές που προκρίνουν συμμαχίες ανάμεσα σε παραδοσιακές δεξιές και σύγχρονες επιθετικές ακροδεξιές και ανοιχτά φασιστικές δυνάμεις, με το επιχείρημα ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η «ακροδεξιά αμφισβήτηση» της «δημοκρατίας» θα αναγκαστεί να δεχτεί τους κανόνες του δεξιού συνταγματικού κορμού.

Και πόσο «ευρωπαϊκή» είναι η συγκυβέρνηση Δεξιάς-Ακροδεξιάς σήμερα στην Αυστρία και χθες (αλλά και αύριο) στην Ολλανδία, που υπό το πρόσχημα της ξενοφοβίας και της αντιμεταναστευτικής υστερίας έρχεται να εγκατασταθεί στον πυρήνα της «δημοκρατικής Ευρώπης» και όχι σε κάποια νηπιακή ανατολικο-ευρωπαϊκή δημοκρατία με τις σαθρές πολιτικές δομές και τη διαρκή κρίση αντιπροσώπευσης ενός νεότευκτου πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού.

Η απαξία της «δημοκρατίας» έχει πια ουσιαστικά αλλά και συμβολικά εγκατασταθεί στην καρδιά του «δημοκρατικού συστήματος», αυτό που οι κρατικοί διανοούμενοι αυτάρεσκα αποκαλούν «ευρωπαϊκή κληρονομιά του διαφωτισμού», προβάλλοντας ένα φαντασιακό τοπίο παραδείσου πάνω στα συντρίμμια της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς κόλασης.

Από παντού έρχονται μηνύματα ριζικής ανατροπής των κοινωνικών ισορροπιών που κλονίζονται πλέον συθέμελα μετά από δεκαετίες εντεινόμενης νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Και η «αμηχανία» των κυρίαρχων τάξεων να οργανώσουν τη συναίνεση γύρω από κάποια ψήγματα «κοινωνικού συμβολαίου» αντικατοπτρίζεται και στις παλινωδίες των «ηγετών», που καταστρώνουν «στρατηγικές» με τόση εμβέλεια που φτάνει το πολύ ως κάποιες μίζερες απόπειρες καταδολίευσης του κοινωνικού σώματος, οι οποίες τελικά καταλήγουν στην πολιτική συντριβή τους.

Πολιτική μυθολογία

Στην εποχή που κυριαρχεί η βία των «πραγματιστικών» ιδεολογιών και καταρρέουν πανηγυρικά ακόμη και τα τελευταία ψήγματα οργάνωσης της συναίνεσης γύρω από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, ποια είναι η στάση που τηρεί η Αριστερά, αυτή που κάποτε ευαγγελιζόταν την «ανατροπή», και σήμερα διαχειρίζεται αυτάρεσκα τα υπολείμματα της κοινωνικής συντριβής την οποία και η ίδια έχει ενορχηστρώσει;

Κατ’ αρχάς δεν είναι βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει με τον τρόπο που αποδόθηκε πιο πάνω το κοινωνικό τοπίο το οποίο έχει αναλάβει να διαχειριστεί. Δεν είναι καν σαφές πως αναλύει τη συστημική αστάθεια που ακολούθησε την κρίση του 2008, αν τη θεωρεί συντριπτική ήττα της κοινωνικής αμφισβήτησης, η οποία κατέληξε να εμπεδώσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ως μοναδική διέξοδο από την κρίση.

Δεν είναι προφανής η αιτία της ριζικής αποστασιοποίησης από την (έστω) φραστική αρχική αναζήτηση εναλλακτικής στη διαρκή λιτότητα και την (έστω) προσχηματική αρχική καλλιέργεια των λαϊκών αντιστάσεων στις εντεινόμενες πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» μέσα στην κρίση, και μετατροπής του σε συστημικό πυλώνα της νεοφιλελεύθερης «εξόδου από την κρίση» με την «ολοκλήρωση των Μνημονίων».

Δεν φαίνεται να κατανοεί ότι η κυβερνητική διαχείριση που έχει υιοθετήσει αποτελεί το βασικό μηχανισμό φτωχοποίησης της κοινωνίας, αυτόν που αναπαράγει τη ζοφερή πραγματικότητα μιας κοινωνίας που ολοένα περισσότερο εθίζεται στην απλή επιβίωση, στις άτυπες μορφές εργασίας, στη διαρκή και μόνο κατά διαστήματα διακοπτόμενη ανεργία, στην αναζήτηση «ευκαιριών» έξω από μια ανθρώπινη ζωή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ζει τον μύθο του με την «έξοδο από τα Μνημόνια» με τις αντι-κοινωνικές δεσμεύσεις που έχει ο ίδιος υιοθετήσει, με τα εξωφρενικά «πλεονάσματα» που τροφοδοτούνται από περικοπές ακόμη και στοιχειωδών εκφάνσεων κοινωνικής πρόνοιας που ο ίδιος εγκαινιάζει, με την «ταξική» πολιτική της παροχής «επιδομάτων», υποτιθέμενο αντίδοτο στη φτώχεια που η διαχείρισή του επιφέρει.

Και για να «συγκαλύψει» αυτή την απίστευτη βαρβαρότητα που ο ίδιος δρομολογεί αναζητεί «ευρωπαϊκά οράματα», την «ευρωπαϊκή κινητήρια δύναμη» που ενσαρκώνει το «όραμα» του Μακρόν, στο οποίο κυριαρχεί η «δημιουργική δύναμη» του κεφαλαίου.

Κινείται στην ευρωπαϊκή πολιτική κάνοντας ιστορική παρέμβαση στο πολιτικό σκηνικό της μετεκλογικής Γερμανίας παροτρύνοντας τον σοσιαλδημοκράτη Σουλτς να σκεφθεί «ευρωπαϊκά» και να προχωρήσει με «τόλμη» στην αναβίωση ενός κυβερνητικού συνασπισμού που οδήγησε το SPD σε πλήρη απαξία.

Προσποιείται γεωπολιτική αναβάθμιση με κινήσεις μικρομέγαλης παρουσίας σε διεθνοπολιτικά παιχνίδια που παίζονται στην περιοχή, χωρίς να ελέγχει στο παραμικρό την υπαγωγή του στη γενικευμένη αστάθεια που έχει προκύψει από τις αμερικανικές και ρωσικές επεμβάσεις στην Εγγύς Ανατολή και τον γρίφο του κουρδικού, προχωρώντας σε «εθνική» πολιτική παιγνίων χωρίς καμία προστασία από την περιφερειακή αστάθεια.

Και πάνω από όλα εγκαλεί την Ευρώπη για «επιστροφή στις ρίζες», στις «ιδρυτικές αξίες» της Ένωσης, τις «αρχές του διαφωτισμού» και τα «υψηλά ιδεώδη» που ενσαρκώνει η «τρισχιλιετής» ελληνική ιστορία.

Ενώ φυσικά οι «εταίροι» στο διπλανό τραπέζι παίζουν monopoly.

Ο δεύτερος θάνατος…

Σε αυτό το παράταιρο σκηνικό δεν ενοχλεί μόνο η φαινομενική ανατροπή των αρχικών συντεταγμένων του ΣΥΡΙΖΑ, από την αμφισβήτηση και την «ανατροπή» στη συμμόρφωση και την υιοθέτηση του μονόδρομου. Ούτε πάλι μόνο η εκτός τόπου και χρόνου πολιτεία του, που δείχνει να αναμετράται μάλλον με τη σκιά του παρά με την πραγματική διάσταση της συγκυρίας. Ίσως ακόμη να μην ξενίζει τόσο και η άκριτη «υιοθεσία» της Ευρώπης, μια πράξη που φαίνεται να ανατρέπει και αυτή την όποια κριτική τοποθέτηση είχε ιστορικά. Τέλος θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς την «πρωτότυπη» απόπειρά του να παίξει στη διεθνοπολιτική σκακιέρα ταυτιζόμενος με όλους τους «εθνικούς» μύθους του ελληνικού αστισμού, από τα «εθνικά θέματα» έως την προστασία των «αδελφών Κυπρίων»

Αν κάτι ξεχωρίζει στον ΣΥΡΙΖΑ για την περίοδο της κρίσης είναι η αδυναμία του να εκτιμήσει και να παρέμβει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι που ανέκυψε μέσα στην κρίση του 2008 και στο οποίο η Ελλάδα φάνηκε να έχει έναν ρόλο αδύνατου κρίκου. Χωρίς να υπεισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, η κρίση των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα ανέδειξε και συμπύκνωσε κομβικές αντιφάσεις στην οικονομική και νομισματική ένωση της Ευρώπης, αντιφάσεις οι οποίες είχαν τη δυναμική να προσλάβουν εκρηκτική μορφή και να οδηγήσουν την εξέλιξη της κρίσης σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε διέγνωσε, ούτε θέλησε να αξιοποιήσει τη ρωγμή αυτή για να ανοίξει το δρόμο στις κοινωνικές αντιστάσεις να επιδιώξουν ένα άλλο «πολιτικά αδιανόητο» δρόμο, τον οποίο μάλλον ούτε ο ίδιος αναγνώρισε. Αντί για αυτό επιχείρησε να ιππεύσει τις κοινωνικές αντιστάσεις εκμαιεύοντας διαρκώς αναθέσεις για «λύσεις» που θα έφερνε όταν αποκτούσε τα κλειδιά της κρατικής διαχείρισης.

Και αυτό αποτελεί τη μια όψη, ενός πρώτου «θανάτου» του ΣΥΡΙΖΑ. Η απεμπόληση κάθε ιδέας ανατροπής, κάθε σκέψης για οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων, κάθε απόπειρας για αναζήτηση νέων ισορροπιών που θα επέτρεπαν μια δυναμική αναμέτρηση με τις πολιτικές της λιτότητας, με την ευρωπαϊκή φυλακή της «εσωτερικής υποτίμησης».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ενεργητικά επιδίωξε με τον «συμβιβασμό» της 20ής Φεβρουαρίου 2015 να δώσει το σήμα στους ευρωπαίους διαχειριστές της κρίσης ότι δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν προοπτικά από τη δική του πολιτεία, αρκεί να του έδιναν την ευκαιρία να προσαρμοστεί ομαλά στο έδαφος μιας κοινωνικής πραγματικότητας που μόνο φραστικά είχε αμφισβητήσει. Και όταν δεν του έγινε αυτή η «παραχώρηση» έκανε τη στροφή μόνος του οδηγώντας την Αριστερά στη γωνία και την αριστερή πολιτική στα αζήτητα της ιστορίας.

Αλλά στον πρώτο «θάνατο» που έσωσε την παρτίδα για την αστάθεια του συστήματος στην κρίση, με «κέρδος» για τον ίδιο την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, την ένταξή του στο σχήμα της εναλλαγής «κομμάτων εξουσίας» και τη γεύση από τη νομή της διαχείρισης, ήρθε να προστεθεί ο δεύτερος, ίσως ακόμη οδυνηρότερος.

Είναι η ασυνάρτητη φλυαρία του για την Ευρώπη των «ιδρυτικών αρχών», της «κληρονομιάς του διαφωτισμού», και τόσων άλλων φληναφημάτων που θα έφτιαχναν ολόκληρη παράσταση του αείμνηστου Τζίμη Πανούση, η οποία οριστικά ενταφιάζει το όποιο αριστερό προσωπείο κρατούσε βαθιά κρυμμένο στα θαμμένα σεντούκια του εμφυλίου. Διότι η συγκεκριμένη φλυαρία και η ανάδειξη της δικής του πολιτείας ως ενσάρκωσης του «ευρωπαϊκού ιδεώδους», είναι αυτή που «καθαγιάζει» την πολιτική του, που αναδεικνύει τα μνημόνια ως πολιτικό μονόδρομο, την «έξοδο» ως νέα μεγάλη ιδέα, τη μαύρη εργασία ως «ευκαιρία απασχόλησης», την επισφάλεια των επιδομάτων ως κοινωνική πολιτική, τα στρατόπεδα των προσφύγων ως «ανθρωπιστική» πράξη, τα εθνικιστικά παραληρήματα ως υπερήφανη εξωτερική πολιτική, την καταδίκη του αλυτρωτισμού των άλλων ως άλλοθι για τον ελληνικό εθνικισμό.

…και οι δυο ταφές του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί λοιπόν παρελθόν για την Αριστερά από τη στιγμή που ούτε καν διανοήθηκε, πολύ δε περισσότερο δεν αξιοποίησε μια μοναδική ευκαιρία για αποσταθεροποίηση των συσχετισμών εξουσίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Όταν μάλιστα προχώρησε στη «συγκάλυψη» αυτού του γεγονότος επικαλούμενος τα φληναφήματα περί «άλλης Ευρώπης», περί «αρχών» και «αλληλεγγύης του διαφωτισμού», ήταν σαν να προχώρησε σε μια πρώτη ταφή του εγχειρήματος κοινωνικής ανατροπής.

Η αποποίηση όμως κάθε έννοιας πολιτικής για τους από κάτω, με την ανάθεση, τον βερμπαλιστικό μαξιμαλισμό και την υποταγή στην «πραγματικότητα» του εφικτού, η οποία συνιστά τη μόνιμη στρατηγική εγγραφής του στους κοινωνικούς συσχετισμούς, αποτελεί την τελετουργική πράξη δεύτερης και οριστικής ταφής του αριστερού εγχειρήματος.

Σε μια πρόσφατη ομιλία του στην Αθήνα, ο Αλαίν Μπαντιού έκανε ένα σύντομο απολογισμό του Μάη του ’68 πενήντα χρόνια μετά. Σημείωσε λοιπόν ότι ο Μάης ήταν η ιστορική «συνάντηση» τριών συν ενός ιστορικών ρευμάτων που χάραξαν την εμβέλεια και πρωτοτυπία του.

Το πρώτο ήταν η εξέγερση της νεολαίας απέναντι στη συνολική κοινωνική καταστολή με αιχμή τις εκφάνσεις των κρατικών μηχανισμών.

Το δεύτερο η μεγαλύτερη γενική απεργία που είχε βιώσει ποτέ χώρα του καπιταλιστικού κόσμου.

Το τρίτο η επανάσταση των ηθών, η πολιτιστική έκρηξη που παρέσυρε όλες τις έως τότε εκφράσεις του κοινωνικού πολιτισμού.

Το τέταρτο όμως που συμπύκνωσε αυτό το μίγμα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να στοιχειώνει την κληρονομιά του είναι αυτό που αποκάλεσε τη «διαγώνιο» ή το στοιχείο που διαπερνάει όλα τα άλλα: η εφεύρεση μιας νέας ριζοσπαστικής πολιτικής, άγνωστης έως τότε, τα απομεινάρια της οποίας χρειάστηκε δεκαετίες για να τιθασευτούν, χωρίς ποτέ να μπορέσουν οι κυρίαρχες τάξεις να τα θάψουν οριστικά.

Με αυτή την πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει οριστικό διαζύγιο, παρά κάποιες εκλάμψεις στην αρχή της συγκρότησής του που έδειχναν να τον φέρνουν σε επαφή με κοινωνικά κινήματα – κληρονομιά υπό μια έννοια του Μάη. Αντί για αυτό εξελίχθηκε σε εκείνο που ο Μπαντιού ονόμασε «εκλογικό μηχανισμό καταστολής των κινημάτων, των καινοτομιών, των ρήξεων», με την υιοθέτηση της ανάθεσης, της μετάθεσης, της παραίτησης.

Όμως ζωή χωρίς ιδέες σαν αυτές που συμπύκνωσε η εξέγερση του Μάη είναι ανυπόφορη, όπως και πάλι σημείωσε ο Μπαντιού.

Ειδικά για τους από κάτω, οι οποίοι πάντοτε θα ζητάνε κάτι παραπάνω από το καθημερινό ψωμί.

1 Willy Brandt, Links und Frei, Mein Weg 1930-1950 [Αριστερός και ελεύθερος, Η πορεία μου 1930-1950], Knaur 1982

2 Μόνο πρόσφατο προηγούμενο αποτελεί η απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον το 1968 να μην επιδιώξει επανεκλογή μπροστά στο ογκούμενο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.

3 Ανάκαμψη από την κρίση αλλά με κινητήρια δύναμη την πολεμική μηχανή, συμφωνία για το παγκόσμιο εμπόριο με ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην εργασία, άλλη μια αποτυχία στο καίριο ζήτημα της ελάχιστης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των φτωχών.

4 Ενδεικτική είναι για παράδειγμα η παρουσία εκπροσώπων των (bluecollar) συνδικάτων όταν ο Τραμπ υπέγραφε τα διατάγματα επιβολής δασμών σε εισαγόμενα παραδοσιακά βιομηχανικά προϊόντα.

Comments are closed.