Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.157, Editorial / www.theseis.com1. Business friendly
Ο «σοβαρός τύπος» της νεοφιλελεύθερης διεθνούς έχει κατασκευάσει ένα ειδικό λεξιλόγιο αλληλοαναγνώρισης των καπιταλιστών και των εκπροσώπων-υπηρετών τους. Ένα παρόμοιο λεξιλόγιο χρησιμοποιείται και για την προς τα έξω διάχυση των ιδεολογικών αρχών των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, στις κοινωνικές ομάδες που υπόκεινται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Έτσι, «προς τα έξω» κυριαρχεί ο όρος «μεταρρυθμίσεις», ως συνώνυμο για την κατεδάφιση κάθε μορφής κοινωνικής προστασίας ή των αρχών του εργατικού δικαίου που κατακτήθηκαν τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, στο εσωτερικό των ελίτ καθιερώθηκε ο όρος κυβέρνηση (ή πολιτική) «φιλική προς τις επιχειρήσεις» (business friendly), για να περιγράψει εκείνες τις κυβερνήσεις και ευρύτερα το πολιτικό προσωπικό που χωρίς αμφιταλαντεύσεις προωθούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου με βάση την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού, επιχειρώντας να μετατοπίσουν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης μέσα από αλλεπάλληλα νομοθετήματα που καταργούν τις θεσμικά κατοχυρωμένες κατακτήσεις των εργαζομένων, προωθούν τη στρατοκρατία, την αστυνομοκρατία, την ξενοφοβία, κλπ., στη βάση μιας ακραίας δεξιάς ατζέντας.
Η ελληνική κυβέρνηση αναγορεύτηκε από την πρώτη μέρα που ανέλαβε την εξουσία ως business friendly κυβέρνηση. Όπως δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης στο Euronews στις 26/7/2019, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ως υπουργός ανάπτυξης, «η Ελλάδα θα γίνει η πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».1 Θέση που επιβεβαίωσε ο Prem Watsa, πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Fairfax Financial Holdings, βασικού επενδυτή στη Eurobank, στις 15/5/2021 στην Καθημερινή: «Έχετε την καλύτερη κυβέρνηση στην Ευρώπη διότι ακολουθεί φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές».2 Στο ίδιο κλίμα, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Geoffrey Pyatt δήλωσε στις 23/8/2021: «Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών [που βρίσκεται στην Αθήνα], είδα την Ελλάδα να μετατρέπεται από μια πραγματικά προβληματική περίπτωση για την Ευρωπαϊκή Ένωση … σε μια Ελλάδα που έχει γίνει παράδειγμα καλών κυβερνητικών επιδόσεων».
Ο συρφετός ακροδεξιών, πρώην φασιστών, «μάγων» της ελεύθερης αγοράς ή αφελών χειροκροτητών του κεφαλαίου, υποστηρικτών των πιο απάνθρωπων αστυνομικών μεθόδων, θιασωτών ακραίων αντιμεταναστευτικών πολιτικών, κ.ο.κ. που κυβερνάει, φαίνεται ότι κολακεύτηκε τόσο πολύ που του απονεμήθηκε ο τίτλος της φιλικής προς τις επιχειρήσεις κυβέρνησης, που αναγόρευσε τον εαυτό του σε «κυβέρνηση αρίστων»! Και δεν φτάνει που πίστεψαν την αφελή τους προπαγάνδα περί της αριστείας τους, αλλά σπεύδοντας να την διακηρύσσουν σε κάθε ευκαιρία, έχουν πλέον εισέλθει στη σφαίρα του γελοίου. Ευτυχώς που στην κορυφή της κυβέρνησης βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την απαράμιλλη πολιτική νοημοσύνη του!
2. Πολιτική νοημοσύνη
Οι καταστροφικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού κατέδειξαν με τον πιο δραματικό τρόπο την αθλιότητα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης «προστασίας» της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, που στηρίζεται στην αρχή «justintime» (όλα στην ώρα τους – όπερ τίποτα προληπτικά, για να αποφεύγονται οι «σπατάλες»). Η συντήρηση μέσων και δυνάμεων πυρόσβεσης συνιστά κρατική δαπάνη η οποία δεν συμβάλλει άμεσα στην κερδοφορία του κεφαλαίου, επομένως κρίνεται ως ασύμφορο έξοδο (σε αντίθεση π.χ. με τις δαπάνες για τους μηχανισμούς καταστολής – στρατός, αστυνομία, συνοριαφυλακή – ή τις δαπάνες για υποδομές που αυξάνουν την κερδοφορία του κεφαλαίου). Η αρχή «όλα στην ώρα τους» αντιμετωπίζει τα ζητήματα μόνο όταν αυτά βρεθούν σε πλήρη εξέλιξη με αποτέλεσμα την έκθεση της κοινωνίας ως «πόλη ανοχύρωτη» σε μαζικούς ακραίους κινδύνους που το ίδιο το σύστημα, εν πολλοίς, δημιουργεί. Πέραν τούτου, οι υποδομές δασοπυρόσβεσης όπως και όλες οι υπόλοιπες υποδομές που καλούνται να προσφέρουν υπηρεσίες δημόσιου συμφέροντος, «ιδιωτικοποιούνται»: το κράτος μισθώνει εναέρια μέσα και εξοπλισμό από ιδιώτες, για τους τελευταίους, με το αζημίωτο βέβαια!
Ο Ανδριανός Γκουρμπάτσης, αντιστράτηγος ε.α., πρώην υπαρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος επισήμανε σχετικά: «Βλέποντας την πυρκαγιά στην έναρξή της – από την τηλεόραση φυσικά – διαπίστωσα ότι στην αρχή δεν είχε μεγάλο μέτωπο. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν είδα, αν και αρχή ακόμη, να σπεύδουν εναέρια μέσα […]. Αν επιτηρούσαν, όπως προβλέπεται από τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της πυροσβεστικής για την Αττική, δύο εναέρια μέσα, όπως απαιτείται […], θα μπορούσαν να προσεγγίσουν μέσα σε δέκα λεπτά και να επιχειρήσουν ακόμη κι εάν βρισκόταν στο πιο απομακρυσμένο σημείο της Αττικής. Κάτι τέτοιο δεν το είδα. Είναι ένα γεγονός που με βάζει σε σκέψη μήπως δεν υπήρχε εναέρια επιτήρηση. […] αν επιχειρούσαν τα αναγκαία εναέρια μέσα με την έναρξη, θα την αντιμετώπιζαν. […] Αναζωπύρωση πυρκαγιάς σημαίνει επιχειρησιακό και εγκληματικό λάθος. Φαίνεται ότι αυτός που είχε την ευθύνη της επιτήρησης της καμένης περιοχής την υποτίμησε. […] Ναι, είναι πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία που έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό μισθωμένων μέσων για αεροπυρόσβεση – 31. Άκουσα τον κ. Χαρδαλιά σε δήλωσή του να λέει την ημέρα που ξεκίνησε η φωτιά στη Βαρυμπόμπη ότι είχαμε συνολικά στην επικράτεια 118 πυρκαγιές. Ο αριθμός αυτός είναι μεν μεγάλος […]. Όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλες χρονιές, όταν είχαμε 170 πυρκαγιές το 2001 σε μία ημέρα μόνο. Μια άλλη χρονιά 145 και το 2007 σε μια ημέρα 124. ∆εν είναι κάτι πρωτόγνωρο».3
Στα παραπάνω να προσθέσουμε το αρνητικό γεγονός ότι ήδη από το 1998, επί κυβέρνησης Σημίτη, οι αρμοδιότητες της δασοπυρόσβεσης μεταφέρθηκαν από τη δασική υπηρεσία στην πυροσβεστική, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά το προσωπικό επιτήρησης – έγκαιρης ειδοποίησης που θα μπορούσε να προλαμβάνει την εξάπλωση των πυρκαγιών, όπως δείχνει σχετική μελέτη του 2015: «Η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών πρέπει πρωτίστως να είναι αντικείμενο διαχείρισης (πρόληψης) και ακολούθως αντικείμενο της καταστολής. Αν η Πολιτεία δεν τολμήσει εφεξής να επενδύει σε δράσεις πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, το κόστος της καταστολής τους όχι μόνον δεν μπορεί να μειωθεί, απεναντίας θα αυξάνεται, ενόψει και της κλιματικής αλλαγής».4
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί όμως να στοχάζεται τέτοια πεζά πράγματα. Στην υψηλή πολιτική νοημοσύνη του αρκεί η διαπίστωση ότι για τις πυρκαγιές ευθύνεται η κλιματική αλλαγή, και αναφορικά με την αντιμετώπισή τους ικανοποιείται ότι δεν υπήρξαν τόσοι νεκροί όσοι στο Μάτι επί κυβερνήσεως Τσίπρα: «στη μία τραγωδία μετρούσαμε στρέμματα και στην άλλη φέρετρα» δήλωσε με έπαρση στη Βουλή στις 25/8/2021.5 Και στην ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης στις 11/9/2021 δεν προβληματίστηκε, φυσικά, για την ελλιπή στελέχωση και τα απαρχαιωμένα μέσα δασοπροστασίας και πυρόσβεσης. Καυχήθηκε μόνο που τα λεφτά, πάνω από 5% του ΑΕΠ, πάνε στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς: «Εδώ ανακοίνωσα, άλλωστε, την αγορά των 18 RAFALE, τα οποία σύντομα θα γίνουν 24. Τα πρώτα από αυτά θα πετούν στους ελληνικούς ουρανούς πριν το τέλος του έτους»! Αλλά όχι μόνο στους ελληνικούς ουρανούς, αν χρειαστεί. Όπως η «πυροβολαρχία κατευθυνόμενων βλημάτων Patriot» που αναχώρησε για τη Σαουδική Αραβία στις 14/9/2021, μαζί με την «Ελληνική Δύναμη Σαουδικής Αραβίας», για καθαρά «αμυντικούς σκοπούς», προφανώς!
Όμως να μην αδικούμε τον πρωθυπουργό. Με την υψηλή πολιτική ευφυΐα του αντιλήφθηκε, πρώτον, ότι το πρόβλημα των πυρκαγιών και γενικότερα των φυσικών καταστροφών θα αντιμετωπιστεί αν τοποθετηθεί επικεφαλής του νέου σχετικού υπουργείου ένα έμπειρο υπερκομματικό στέλεχος, και, δεύτερον, ότι τέτοιο έμπειρο υπερκομματικό στέλεχος είναι ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ ναύαρχος ε.α. Ευάγγελος Αποστολάκης. Και επειδή με την υπουργοποίηση ενός τέτοιου υπερκομματικού στελέχους η κυβέρνηση θα έγερνε πολύ προς τα αριστερά, έσπευσε να υπουργοποιήσει και τον υιό Πλεύρη, γεγονός που οδήγησε το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος να απαιτήσει δημόσια συγνώμη από τον νέο υπουργό για παλαιότερες αντισημιτικές δηλώσεις του (πράγμα που, βεβαίως, ο Πλέυρης έπραξε).6 Αλλά και όταν ο Αποστολάκης αρνήθηκε τον διορισμό του (τον οποίο αρχικά είχε αποδεχθεί) η πολιτική νοημοσύνη του πρωθυπουργού βρήκε νέα, τη βέλτιστη όπως υποστήριξε ο ίδιος, λύση: τη μεταγραφή ενός έμπειρου υπερκομματικού στελέχους από την Κύπρο. Η Κύπρος είναι, βεβαίως, «ανεξάρτητη χώρα, μέλος του ΟΗΕ», όπως υποστηρίζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις όταν αναφέρονται στο Κυπριακό. Είναι όμως και «τμήμα του ελληνισμού» (εδώ ως Κύπρος λογίζεται μόνο το νότιο τμήμα της), και επομένως είναι εύλογο να υπάρχει ώσμωση και μετακίνηση μηχανισμών και έμπειρων υπερκομματικών στελεχών. Σαν να προεξοφλείται λίγο πολύ και η ντε γιούρε διαιώνιση δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους κρατικών οντοτήτων στο νησί, κάθε μια από τις οποίες θα προσδένεται στη δική της «μητέρα πατρίδα». Χωρίς να συγχωνεύεται με αυτήν, φυσικά. Για να μπορεί, π.χ., η Ελλάδα να παίρνει κάθε χρόνο από την ανεξάρτητη αυτή χώρα, την Κύπρο, το μέγιστο επιτρεπόμενο των 12 ψήφων στον διαγωνισμό της Eurovision!
Είναι η ίδια ( just in time ) λογική που έχει οδηγήσει στην πενιχρή αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού, με μοναδικό όπλο τα εμβόλια, με τη ντε φάκτο απόρριψη της «κοστοβόρας» απαιτούμενης στήριξης της κοινωνίας από το κράτος ( προπάντων οργάνωση του δικτύου πρωτοβάθμιας υγείας και συμβουλευτικής αλλά και ενίσχυσης του ΕΣΥ με προσλήψεις προσωπικού και εξοπλισμό των δημόσιων νοσοκομείων, επίταξη ιδιωτικών νοσοκομείων και κλινικών ώστε να μπορεί το δημόσιο σύστημα υγείας να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληθυσμού για ιατρική συνδρομή και περίθαλψη πέραν των περιπτώσεων της covid-19, δωρεάν διάθεση μέσων προστασίας, κλπ.). Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται με δραματικό τρόπο: Στο διάστημα 9-23 Σεπτεμβρίου 2021 και με κριτήριο τον αριθμό θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκους , η Ελλάδα παρουσίασε την τρίτη χειρότερη επίδοση μεταξύ 30 ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία. 54 , 11 θάνατοι στην Ελλάδα έναντι 7, 42 στη Γερμανία, 1 3 , 33 στην Ιταλία, 16 , 7 1 στη Γαλλία.7 Αυτή η πραγματικότητα μοιάζει να είναι άγνωστη στον Μητσοτάκη, ο οποίος ικανοποιείται με το να επαναλαμβάνει στερεότυπα: «Εμβολιαζόμαστε και απελευθερωνόμαστε»!
Όμως ο πρωθυπουργός είναι πολύ καλός και στις πράξεις αριθμητικής. Ή μάλλον στη μαγική τέχνη συρρίκνωσης μεγεθών. Εξαγγέλλοντας από τη Θεσσαλονίκη ένα πρόγραμμα επιδότησης της απασχόλησης νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας δήλωσε: «στο εξής νέοι έως 29 ετών που δεν έχουν καμία προϋπηρεσία, όταν θα προσλαμβάνονται με πλήρη απασχόληση, θα ενισχύονται από την πολιτεία επί 6 μήνες με 1.200 ευρώ . Τα 600 ευρώ θα κατευθύνονται στους εργοδότες […] τα άλλα 600 θα πηγαίνουν απευθείας στο νέο και στη νέα». Η ενίσχυση των 1200 ευρώ, που είναι 600, θα αφορά το εξάμηνο συνολικά. Δηλαδή τελικά, τα 1200 είναι 100 ευρώ τον μήνα αν οι θέσεις εργασίας είναι πλήρους απασχόλησης ενώ αν είναι μερικής θα είναι 50 ευρώ! Και οι εργοδότες θα μπορούν να πληρώνουν τον κατώτατο μισθό μείον, ανάλογα με την περίπτωση, 100 ή 50 ευρώ!
Αλλά και για τα παιδιά που διαβιούν σε ιδρύματα φροντίζει ο πρωθυπουργός. Θέλει να τα «προσφέρει» με τζάμπα ή σχεδόν τζάμπα εργασία στην «ανάπτυξη» των τουριστικών επιχειρήσεων και των κερδών τους. Να μετατρέψει σε σύγχρονους σκλάβους ευάλωτα παιδιά, που μεγαλώνουν σε ιδρύματα! Διότι όπως ο ίδιος το έχει πει πολλές φορές, μέριμνά του είναι η «ανάπτυξη για όλους» (τους καπιταλιστές).
Η πολιτική νοημοσύνη του πρωθυπουργού, τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό που πλήττει και αγχώνει την κοινωνία είναι οι υπερβολικοί φόροι σε όσους θα μπορούσαν να ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα (που παράγει την «ανάπτυξη για όλους»). Έτσι, η εξαγγελθείσα στη ΔΕΘ αύξηση του αφορολόγητου ορίου της γονικής παροχής / δωρεάς στο όριο των 800 χιλιάδων ευρώ προβλήθηκε ως φιλολαϊκό μέτρο ανακούφισης της «μεσαίας τάξης», ενώ βεβαίως πρόκειται για εξόχως αντιλαϊκό μέτρο, αφού η μείωση των κρατικών εσόδων που θα προκύψει θα επιδεινώσει τα οικονομικά της δημόσιας υγείας και των άλλων κοινωνικών υπηρεσιών, συρρικνώνοντας ακόμα περαιτέρω το κοινωνικό κράτος, ενώ τα οφέλη θα καρπωθεί ένα μικρό κλάσμα των ανώτερων εισοδηματικών κλιμάκων.
Στο ακροδεξιό κλίμα που κυριαρχεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν αποτελεί έκπληξη που όταν έγινε «προφανές ότι ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Μπογδάνος εξελίσσεται σε κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή χαφιέ», μετά την «ανατριχιαστική, ρατσιστική αναπαραγωγή λίστας με ονόματα μαθητών και εκπαιδευτικού από νηπιαγωγείο της Αθήνας», 8 η κυβέρνηση περιορίστηκε σε μια χλιαρή αποδοκιμασία, ικανοποιημένη που ο βουλευτής «αναγνώρισε το λάθος του»!
3. Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ): «Αναβαθμίστηκε το κύρος των σπουδών»
Οι εξετάσεις για τα Πανεπιστήμια, όπως γενικά οι οποιεσδήποτε εξετάσεις, μπορούν να είναι ευκολότερες ή δυσκολότερες και αντίστοιχα να καταλήγουν σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό επιτυχίας των εξεταζομένων. Στην περίπτωση των πανελλαδικών εισαγωγικών για τα Πανεπιστήμια, η δυσκολία των θεμάτων ή ο ελάχιστος βαθμός για την επιτυχία (αν θα είναι π.χ. 10/20 ή 14/20) υπηρετεί πάντα ένα σκεπτικό: τον επιθυμητό αριθμό εισακτέων σε κάθε Σχολή, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της πολιτικής ηγεσίας (της κρατικής εξουσίας) και ενίοτε επίσης του εκάστοτε Πανεπιστημίου ή Σχολής. Σε κάθε περίπτωση, και ειδικότερα στην Ελλάδα, ο κρατικός σχεδιασμός επικαθορίζει και τις σχετικές αποφάσεις των Πανεπιστημίων μέσα από το νομοθετικό πλαίσιο, τη χρηματοδότηση, το πλαίσιο εποπτείας κλπ.
Η υιοθέτηση της λεγόμενης ΕΒΕ αποτελεί παταγώδη αποτυχία διότι ανέτρεψε τον (υποτιθέμενο;) σχεδιασμό εισαγωγής σε τέτοιο βαθμό, που τουλάχιστον 30 Τμήματα με ΕΒΕ άνω του 10/20, κάλυψαν λιγότερο από 50% των προβλεπόμενων θέσεων φοίτησης. Ακραίο παράδειγμα η Αρχιτεκτονική Ξάνθης, με σχεδιασθείσες θέσεις 100 νέων φοιτητών/τριών και καμία επιτυχία (δηλαδή κάλυψη των θέσεων σε ποσοστό 0%!). Αυτό σήμαινε, ότι 16.000 υποψήφιοι/ες αποκλείστηκαν από τα Πανεπιστήμια καίτοι συγκέντρωσαν τουλάχιστον τον ελάχιστο αριθμό μορίων που θα επέτρεπε την εισαγωγή τους, επειδή δεν πήραν την ΕΒΕ σε κάποιο από τα ειδικά μαθήματα. Την αποτυχία του εξεταστικού συστήματος να εξασφαλίσει την κάλυψη των σχεδιασθεισών θέσεων φοίτησης επισήμαναν καθηγητές και πρυτάνεις, με τον πρύτανη του ΕΜΠ Ανδρέα Μπουντουβή να επισημαίνει ότι «είναι απαραίτητο να γίνει διόρθωση από τα αντίστοιχα Τμήματα».9 Όμως, καμία διόρθωση δεν θα γίνει, εφόσον για την υπουργό Παιδείας «αναβαθμίστηκε το κύρος των σπουδών».
Για να κατανοήσουμε τι κρύβεται πίσω από τον ισχυρισμό περί «αναβάθμισης των σπουδών» απαιτείται να κάνουμε μια παρέκβαση στον ρόλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τη σχέση της με την αναπαραγωγή του καπιταλισμού και την αγορά εργασίας.
Καθώς η εκπαίδευση αποτελεί βασικό αναπαραγωγικό μηχανισμό του καπιταλιστικού συστήματος, καθώς δηλαδή ο εκπαιδευτικός μηχανισμός συμβάλλει στην αναπαραγωγή των φορέων (των κοινωνικών ατόμων) που καταλαμβάνουν τις θέσεις που (ανα)δημιουργεί ο καπιταλιστικός κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, έχουν διαμορφωθεί ιστορικά δύο μοντέλα εκπαιδευτικού σχεδιασμού για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Πρώτον, το παραδοσιακό «μοντέλο της ηπειρωτικής Ευρώπης», που βασίζεται στο λεγόμενο Numerus Clausus, δηλαδή στον περιορισμένο αριθμό εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έτσι ώστε το πλήθος των εκάστοτε νέων πτυχιούχων να αντιστοιχεί λίγο-πολύ βραχυ-μεσοπρόθεσμα στις δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας. Το μοντέλο αυτό που σταδιακά εγκαταλείφθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είχε επιχειρήσει ανεπιτυχώς να εφαρμόσει η κυβέρνηση Καραμανλή μετά τη Μεταπολίτευση επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη (1976-77).
Δεύτερον, το βορειοαμερικανικό μοντέλο (ΗΠΑ και Καναδάς) – ευρύτερα το «αγγλοσαξονικό» μοντέλο –, το οποίο επιτρέπει μια ευρεία πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ως ένα βαθμό ακολουθώντας τη ζήτηση των νοικοκυριών για πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών, επομένως μια πρόσβαση σε πανεπιστημιακές σχολές και πτυχία πολύ πέρα από τις αντίστοιχες θέσεις που αναδημιουργεί ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, τη «λύση» στον γρίφο πτυχιούχοι – θέσεις εργασίας, δηλαδή τον τρόπο ένταξης των πτυχιούχων στις θέσεις που αναδημιουργεί ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, καλείται να δώσει αποκλειστικά η αγορά. Οι πτυχιούχοι πρέπει να είναι ευέλικτοι να ενταχθούν σε οποιαδήποτε θέση εργασίας, πέραν αυτών που αντιστοιχούν στους τίτλους σπουδών τους. Στην «ιδανικά αγοραία» εκδοχή του μοντέλου, θα προκύψει και μια αντίστοιχη ιεράρχηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που θα έχει αντίκρυσμα στον προσανατολισμό της ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές, στο διαφοροποιημένο κύρος των πτυχίων και τελικώς στη δυνατότητα των πτυχιούχων να διεκδικούν «καλές» θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η «περίσσεια» επιστημόνων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την καθήλωση των αποδοχών τους.
Όλες οι χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου κινήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες προς το «βορειοαμερικανικό μοντέλο». Έτσι, κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας από 25 έως 34 ετών που κατέχει πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι 44, 9% (Καναδάς 63%, Ιαπωνία 61, 5%, ΗΠΑ 50, 4%, Ελλάδα 43, 7%).10
Στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια η τάση αυτή έχει επιταχυνθεί εξαιρετικά, τόσο με την αύξηση των εισαγόμενων στα Πανεπιστήμια όσο και με την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ και κατόπιν, είτε τη μετατροπή τους σε Πανεπιστήμια, είτε την ενσωμάτωσή τους σε υπάρχοντα Πανεπιστήμια (π.χ. το ΤΕΙ Χαλκίδας – και οι φοιτούντες και διδάσκοντες σε αυτό – εντάχθηκαν εν μέρει στο ΕΚΠΑ, εν μέρει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και εν μέρει στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το 2019, στα ελληνικά Πανεπιστήμια φοιτούν 679 χιλιάδες προπτυχιακοί φοιτητές, 11 αριθμός που αντιστοιχεί στο 6, 3% του πληθυσμού της χώρας, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ (27) είναι 2, 4% (Γαλλία 1, 6%, Ιταλία 1, 9%). Το ποσοστό των διδακτορικών φοιτητών στα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι αντίστοιχα υψηλό, 0, 29% του πληθυσμού και συγκρίσιμο με εκείνο της Γερμανίας (0, 24%), ενώ στην ΕΕ (27) είναι κατά μέσο όρο 0, 15%. Αντίθετα, το ποσοστό στον συνολικό πληθυσμό των μεταπτυχιακών φοιτητών σε επίπεδο Μάστερ είναι στην Ελλάδα χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ (27), 0, 8% έναντι 1, 2% αντίστοιχα, πιθανώς διότι οι ελληνικές προπτυχιακές σπουδές είναι τετραετείς (και στα Πολυτεχνεία, που παρέχουν διπλώματα επιπέδου Μάστερ, πενταετείς), ενώ ο πρώτος κύκλος πανεπιστημιακών σπουδών στις περισσότερες χώρες (Μπάτσελορ) είναι τριετής. Στους Έλληνες φοιτητές πρέπει να προσθέσουμε τις 34 χιλιάδες περίπου σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού, 12 ενώ 15 χιλιάδες που φοιτούν στην Ελλάδα σε Κολέγια συνεργαζόμενα με Πανεπιστήμια του εξωτερικού, έχουν αποκτήσει το δικαίωμα να διεκδικήσουν ισοτιμία με τους ελληνικούς τίτλους σπουδών.13 Στη μη πανεπιστημιακή μεταλυκειακή εκπαίδευση (τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης – ΙΕΚ) φοιτούν περίπου 84 χιλιάδες σπουδαστές.
Το φίλτρο της ΕΒΕ εκ πρώτης όψεως αποσκοπεί στη μείωση της ροής προς τα ΑΕΙ και επομένως στη μείωση του συνολικού αριθμού σε βάθος χρόνου (που σε μια πενταετία θα μπορούσε να ξεπεράσει τις 80 χιλιάδες υποψηφίους). Όμως δεν πρέπει να δούμε το ζήτημα απομονωμένα. Εντάσσεται σε μια μονιμότερη στρατηγική νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης των Πανεπιστημίων, που όψεις της αποτελούν τόσο η «αυτοχρηματοδότησή» τους μέσω ευρωπαϊκών και εταιρικών προγραμμάτων, και συνακόλουθα η αναδιάρθρωση των περιεχομένων σπουδών και της έρευνας με στενά οικονομικά, συνήθως μη-επιστημονικά, κριτήρια, όσο και ο προσανατολισμός των φοιτητών στις εκάστοτε άμεσες ανάγκες των επιχειρήσεων. Παράλληλα, άξονα των αναδιαρθρώσεων αποτελεί το κλείσιμο ή η συγχώνευση πανεπιστημιακών Τμημάτων, ώστε να γίνει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση «χρήσιμη» για την «επιχειρηματικότητα». Δεν είναι μόνο οι ανθρωπιστικές επιστήμες που έχουν μικρή σημασία για «τις επιχειρήσεις». Ακόμα και οι θετικές επιστήμες, μπορεί μεν να παρέχουν στους αποφοίτους των ΑΕΙ ένα ευρύ πεδίο επιστημονικών γνώσεων και επιλογών στην αγορά εργασίας, όμως αυτή η ευρύτητα δεν είναι ευπρόσδεκτη από τον επιχειρηματία, διότι δημιουργεί την «ανάγκη οι εταιρείες να καταφεύγουν συνέχεια στην εσωτερική επιμόρφωση όσων προσλαμβάνουν. […] Το κράτος όμως οφείλει από την πλευρά του να προσφέρει στην οικονομία και στην αγορά εργασίας τα στελέχη που οι επιχειρήσεις αναζητούν» (Μητσοτάκης στη ΔΕΘ14 ).
Πρόκειται για μια στρατηγική που διαρκεί τουλάχιστον δυο δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η δημόσια χρηματοδότηση των ελληνικών Πανεπιστημίων μειώθηκε την περίοδο 2008-2018 κατά 58%, ενώ το ίδιο διάστημα ο αριθμός των φοιτητών αυξήθηκε κατά 16%.15 Παράλληλα το Διδακτικό-Ερευνητικό Προσωπικό (ΔΕΠ) των ΑΕΙ συρρικνώθηκε, καθώς οι ελάχιστες προσλήψεις αποτελούν υποπολλαπλάσιο των αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης κλπ. Το αποτέλεσμα είναι να αντιστοιχούν στα ελληνικά ΑΕΙ 44, 4 φοιτητές ανά διδάσκοντα, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 13, 2 φοιτητές ανά διδάσκοντα. Η μείωση του αριθμού των φοιτητών γίνεται έτσι αίτημα και μεγάλης μερίδας διδασκόντων.
Η ΝΔ συνεχίζει τη στρατηγική μετεξέλιξης των Πανεπιστημίων σε «επιχειρηματική» κατεύθυνση, αλλά την επιταχύνει, καθώς τη μπολιάζει με τις φλυαρίες περί «αριστείας», η οποία «αριστεία» αποδεικνύεται, υποτίθεται, μέσα από την ενίσχυση των φραγμών επιλογής. Νομίζει ότι θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα business friendly Πανεπιστήμιο, ουσιαστικά αδιαφορώντας για το επιστημονικό δυναμικό και τις δυνατότητές του. Όμως δεν θα τα καταφέρει. Η πίεση της κοινωνίας και οι προσδοκίες μεγάλης μερίδας της για κοινωνική καταξίωση των παιδιών τους μέσα από τη μόρφωση οδήγησαν στην αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού. Η επιμονή μεγάλης μερίδας του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των Πανεπιστημίων στα ακαδημαϊκά-επιστημονικά κριτήρια και περιεχόμενα σπουδών ανακόπτουν την προοπτική μετατροπής τους σε «σχολές μαθητείας» για τη μια ή την άλλη επιχείρηση. Και το φοιτητικό κίνημα στέκεται εμπόδιο από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα στις αντιδραστικές ρυθμίσεις και την άλωση των Πανεπιστημίων από τους «ιδιώτες».
4. Πολιτικό αδιέξοδο;
Όπως σημειώναμε στο Editorial του τεύχους 155 του περιοδικού μας, η «συναίνεση των νοικοκυραίων» που είχε οικοδομήσει η κυβέρνηση δέχτηκε ένα αποφασιστικό πλήγμα τον Μάρτιο του 2021 με τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης και τις αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν. Το φιάσκο του καλοκαιριού με τις φωτιές, την έξαρση της πανδημίας, την κωμωδία του ανασχηματισμού, το χωρίς περιεχόμενο «σόου παροχών» της Θεσσαλονίκης έθεσαν σε κίνηση μια ανεπίστρεπτη πορεία απαξίωσης και φθοράς της κυβέρνησης. Ο αγώνας των εργαζομένων της e-food, με το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και αλληλεγγύης που ξεσήκωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την εντυπωσιακή «μοτοπορεία» στις 22/9/2021, την νίκη τους στις 23/9/2021 καθώς η εργοδοσία μετέτρεψε όλες τις συμβάσεις των εργαζομένων σε αορίστου χρόνου, αλλά και την απεργία του Συνδικάτου Επισιτισμού-Τουρισμού στις 24/9/2021 έδειξαν ότι η ενωτική ταξική παρέμβαση και δράση φέρνει αποτελέσματα.
Μπορεί πλέον να τίθεται με όρους μαζικής απεύθυνσης στην κοινωνία ο στόχος «να πέσει» η κυβέρνηση και οι πολιτικές της. Να «πέσει» με όρους μαζικής απαξίας και μαζικής κινητοποίησης, να πέσει δηλαδή «από τα κάτω και από τα αριστερά».
Όμως, ποια θα είναι η ριζικά διαφορετική λύση; Μπορεί η «συμπεριληπτική ανάπτυξη» του Τσίπρα να εμπνεύσει όσους ασφυκτιούν και μάχονται ενάντια στην «ανάπτυξη για όλους» του Μητσοτάκη; Μπορεί να πείσουν οι εξαγγελίες για «κατώτατο μισθό 800 ευρώ», για «ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους» και «έλεγχο των ανατιμήσεων», από αυτούς που τον Ιανουάριο του 2015 υπόσχονταν «κατώτατο μισθό 751 ευρώ», «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», «παραγωγική ανασυγκρότηση» (sic!), και κόμπαζαν ότι «εμείς θα βαράμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν»; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Το δίλημμα ΝΔ ή ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ δεν υφίσταται, αποτελεί ψευτοδίλημμα.
Το να πέσει η κυβέρνηση «από τα κάτω κι απ’ τα αριστερά» δεν αποτελεί συνηγορία στο να τη διαδεχθεί ένα άλλο αστικό κόμμα μιας υποτίθεται «ηπιότερα φιλικής προς τις επιχειρήσεις» κυβέρνησης, π.χ. του ΚΙΝΑΛ με τον ΣΥΡΙΖΑ (και ίσως «με ολίγο Βαρουφάκη» για να βγουν τα κουκιά). Διότι αν η κυβέρνηση πέσει «από τα κάτω και από τ’ αριστερά» δεν θα έχει σημασία ποιος θα τη διαδεχθεί: Μια ακραία εκδοχή νεοφιλελευθερισμού και Ακροδεξιάς θα έχει ηττηθεί. Και αυτή η νίκη μας, θα μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για να ηττηθούν και οι επόμενες αστικές κυβερνήσεις.
5. Επίλογος: η μνήμη του ιστορικού πάθους
Ο «πάνδημος θρήνος» που ακολούθησε τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη ερμηνεύτηκε κυρίως με το επιχείρημα ότι η μουσική του λειτούργησε καταλυτικά για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού πολιτισμού, ότι αποτελεί υπόμνηση και σύμβολο, νοσταλγία και ιστορικό λάβαρο, ακόμη. Όσα ειπώθηκαν και γράφτηκαν, τα πλήθη που «αποχαιρέτησαν» τον νεκρό, παραπέμπουν σε μια ιστορική αναμόχλευση, μια σχεδόν στιγμιαία ιστορική επιστροφή. Και ναι μεν ο επίσημος κρατικός λόγος τόνιζε τις «προσπάθειές» του να «ενώσει όλους τους Έλληνες», ο ίδιος όμως απέκλεισε από τους επικήδειους λόγους τούς πολιτικούς αρχηγούς πλην της Προέδρου της Δημοκρατίας και του ΓΓ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα.
Κι έτσι, πέρα από τον Θεοδωράκη και την ιστορία της εποχής του, αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι η πανδημία του θρήνου και η έκρηξη ταύτισης με τον Θεοδωράκη. Μια έκρηξη ταύτισης που είναι την ίδια στιγμή μουσικοπολιτική (μια ταύτιση με αυτή τη συλλογική-επικολυρική μουσική), και ιστορική. Όχι απλώς μια μνήμη, μια ιστορική υπόμνηση, αλλά μια ταύτιση. Οι σημασίες και τα περιεχόμενα αυτής της ταύτισης είναι πολύσημα. Ο Θεοδωράκης μπορεί να ήταν τα πάντα σχεδόν, και το «νόημά» του να γεμίζει από πολλά διαφορετικά και εξόχως αντιφατικά περιεχόμενα. Αλλά με τη σειρά του, αντίστροφα, φαίνεται σαν να υπάρχει και ένα κενό που κάλυψε στιγμιαία ο θάνατος του Θεοδωράκη.
Όλο αυτό συνέβη σαν μια επιστροφή στο τότε, μετά από τον ιστορικό θάνατο της εποχής Θεοδωράκη. Όχι για να συνδεθεί το τότε με το τώρα, για να αντληθούν δυνάμεις από το παρελθόν για το παρόν, όπως συμβαίνει συχνά με την ιστορία και τις επανεμφανίσεις των ονομάτων. Η ταύτιση με τον Θεοδωράκη-εποχή, μια ισχυρή στιγμιαία μνημονική ταύτιση, μιλά περισσότερο για την απροθυμία και τη δυσφορία των υποκειμένων αναφορικά με το παρόν. Όλη αυτή η ισχυρή υπόμνηση και η επιστροφή μετά το τέλος της εποχής, δείχνει ότι το τέλος δεν έρχεται ποτέ, τελικά, στο μυαλό όσων βιώνουν την ταύτιση, αν και την ίδια στιγμή είναι μακριά από αυτό.
Κι έτσι, η πάνδημη αποδοχή του Θεοδωράκη ως σημαίνοντος της μεταπολεμικής-μεταπολιτευτικής ιστορίας, λειτουργεί όχι ως ένα σημείο κατανόησης, αλλά ως η πρόχειρη απάντηση στην απορία, την απροθυμία και τη δυσφορία του παρόντος. Όταν τελειώνεις συνεχώς κάτι (εδώ και 30 χρόνια διακηρύσσεται το «τέλος της μεταπολίτευσης», και, ακόμα περισσότερο, του εμφυλίου), είναι σαν να λες ότι είσαι «αμέσως μετά», κι έτσι κοντά σε αυτό που «τελείωσε». Με αυτόν τον τρόπο η απορία και η δυσφορία του παρόντος μοιάζουν να καταπραΰνονται: είμαστε αμέσως μετά την αρχή (το σύμβολο), κι έτσι, ξέρουμε πού είμαστε.
Κατά έναν πανούργο τρόπο την ίδια μέρα του θανάτου του Θεοδωράκη, σκοτώθηκε ο τράπερ Mad Clip. Ο ένας από βαθιά γηρατειά, ο άλλος από υπερβολική ταχύτητα. Ο τελευταίος επιχειρούσε να εκφράσει το κυρίαρχο παρόν, το looking forward της εξουσίας και του κέρδους (το όνομά του ήταν αρτικόλεξο του Money and Drugs, Can’t Live in Poverty, η εταιρεία του ήταν η Capital Music), ο πρώτος ένα σύμβολο αγώνων του παρελθόντος, σύμβολο εθνικό και διχαστικό την ίδια στιγμή.16 Ας μην αφήνουμε λοιπόν στην άκρη τον θρήνο κάποιων νέων για τον traper και την απουσία τους από τον θρήνο για τον Θεοδωράκη. Από τη μια η μνήμη του ιστορικού πάθους, κι απ’ την άλλη η επιθυμία για το κυρίαρχο παρόν.
1 https://www.euronews.com/2019/07/15/can-greece-become-eu-s-most-business-friendly-country
2 https://www.ekathimerini.com/economy/1161144/prem-watsa-greek-government-is-eu-s-best/
3 https://www.documentonews.gr/article/andrianos-gkoyrmpatsis-an-eixame-7-mpofor-ti-tha-ginotan/
4 https://www.eglimata-emprismou.gr/wp-content/uploads/2021/07/kostos-dasopurosvesis-stin-ellada_gkourmpatsis.pdf
5 https://www.tovima.gr/2021/08/25/politics/mitsotakis-se-tsipra-sti-mia-tragodia-metrousame-stremmata-kai-stin-alli-feretra/
6 https://www.efsyn.gr/politiki/kybernisi/308577_poios-diorizei-antisimites-ypoyrgoys
7 https://www.ecdc.europa.eu/en/cases-2019-ncov-eueea
8 https://www.902.gr/eidisi/politiki/271197/exelissetai-se-kata-syrroi-hafie-i-kyvernisi-na-dosei-exigiseis
12 https://www.ethaae.gr/images/articles/ektheseis-poiotitas/119-hqa_report2017.pdf
13 https://www.e-papers.gr/ιδιωτική-τριτοβάθμια-εκπαίδευση-στη/
14 https://primeminister.gr/2021/09/11/27393