Συντακτική Επιτροπή
Περιοδικό Θέσεις, τ.150, Editorial / www.theseis.com| “Ring the bells that still can ring […] There is a crack, a crack in everything
That’s how the light gets in”
(Leonard Cohen, “Anthem”, album The Future, 1982).
1. Η συγκυρία του 1982
Το 1ο τεύχος των Θέσεων κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο 1982. Στο εισαγωγικό σημείωμα του τεύχους, η Συντακτική Επιτροπή δήλωνε ότι αντιλαμβάνεται το εγχείρημα ως «μια ενιαία (πολιτική) πρακτική στο χώρο της θεωρίας, δηλαδή μια πρακτική η οποία επιδιώκει να αναδείξει εκείνες τις θέσεις που θα οικοδομούν την κριτική του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού». Εκατόν πενήντα τεύχη και σχεδόν 38 χρόνια μετά, έχει κάποια σημασία να αποτιμήσουμε εκείνη τη δήλωση προθέσεων και τα αποτελέσματά της.
Βασική μας εκτίμηση, όταν αποφασίσαμε την έκδοση των Θέσεων το 1982, ήταν ότι η κυρίαρχη αστική ιδεολογία, με τη μορφή της επαγγελίας ενός «κρατικού μεταρρυθμισμού», είχε κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα στο εσωτερικό των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων, αλλά και στον λόγο των αριστερών διανοουμένων. Υπόβαθρό της ήταν η παγιωμένη αντίληψη για τον «εξαρτημένο» και «καθυστερημένο» χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, άποψη από την οποία απέρρεε η προτεραιότητα ενός εθνικού αγώνα για ανεξαρτησία και ανάπτυξη, αντί της ταξικής σύγκρουσης της εργατικής τάξης εναντίον της καπιταλιστικής εξουσίας και εκμετάλλευσης. Και όλα αυτά σε μια συγκυρία που η «μετάβαση στον σοσιαλισμό» αποτελούσε την προμετωπίδα του λόγου της τότε κυβέρνησης. Η ακόλουθη προσέγγιση του τότε κυβερνητικού κόμματος είναι ενδεικτική:
«Η κοινωνικο-οικονομική διάρθρωση της χώρας μας, ο βαθμός ανάπτυξής της, οι σχέσεις εξάρτησής της με το κέντρο του ιμπεριαλισμού – τις ΗΠΑ – και ιδιαίτερα ο περιθωριακός χαρακτήρας της χώρας μας στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος απαιτεί τη σύλληψη και διαμόρφωση μιας νικηφόρας στρατηγικής και τακτικής μετάβασης στο σοσιαλισμό».1
Η «εθνική ανεξαρτησία», δηλαδή η απεμπλοκή από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και την περιφερειακή-περιθωριακή θέση της Ελλάδας εντός του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, και στη συνέχεια η «μετάβαση στον σοσιαλισμό» θα είχε ως μοχλό το ίδιο το κράτος, μέσα από τις «θεσμικές αλλαγές» που προωθούσε η κυβέρνηση και τις οποίες θα κατοχύρωνε ο λαός με την «ενεργό δράση και συμμετοχή» του: «[…] η πορεία για το σοσιαλισμό θεμελιώνεται μέρα με τη μέρα μέσα από το καθημερινό μας έργο».2
Οι «θεσμικές αλλαγές», οι οποίες θα οδηγούσαν στον σοσιαλισμό, αφορούσαν τον «εκδημοκρατισμό στην κοινωνική και πολιτική ζωή», την «κοινωνική δικαιοσύνη», βάση της οποίας θα ήταν η αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων και των φτωχότερων τάξεων και στρωμάτων και η «αυτοδύναμη ανάπτυξη». Η προβληματική της διαχείρισης του αστικού κράτους ως «αλλαγή», με στόχο την «εθνική ανεξαρτησία» και την «ανάπτυξη» με ορίζοντα τον «σοσιαλισμό», διανθιζόταν με τις θέσεις περί επέκτασης και ενίσχυσης του δημόσιου τομέα, που με μοχλό την κυβερνητική βούληση, τη λαϊκή στήριξη και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο θα θέσει σε κίνηση τον δημοκρατικό προγραμματισμό της οικονομίας.3
Οι θέσεις αυτές, που επέτρεπαν στο κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του 1980 να διαχειρίζεται τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού υπό τον μανδύα της υποτιθέμενης «μετάβασης στον σοσιαλισμό», ήταν όμως κοινός τόπος και για την κομμουνιστική Αριστερά. Εντάσσονταν στη θεωρητική προβληματική που αναπτύχθηκε από το ΚΚΕ και την ΕΔΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο: η κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας πηγάζει από την ξένη ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας· συνεπώς ζητούμενο και βασικός προγραμματικός στόχος για την Αριστερά αποτελεί η εθνική ανεξαρτησία και η αυτοδύναμη ανάπτυξη, στη βάση των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, ο εκδημοκρατισμός του κράτους και στο βάθος του ορίζοντα ο σοσιαλισμός.4 Χαρακτηριστική για τη συγκυρία που αναφερόμαστε είναι η Εισήγηση της ΚΕ στο 11οΣυνέδριο του ΚΚΕ και η Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου (Δεκέμβριος 1982), όπου διαβάζουμε: «Για μας η κυβερνητική εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για να προωθήσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, για να κάνουμε καλύτερη και αληθινά δημοκρατική τη ζωή του λαού μας, για να φέρουμε την πραγματική αλλαγή στον τόπο μας» (Εισήγηση …). «Λυδία λίθος για τη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην πραγματική αλλαγή θα είναι η θέση του στο πρόβλημα της συνεργασίας του με το ΚΚΕ» (Πολιτική Απόφαση …).5
2. «Και όμως γυρίζει …»
Από το 1ο τεύχος μέχρι σήμερα, οι Θέσεις ασκούν κριτική στις απόψεις που προαναφέραμε, ταυτόχρονα υπερασπίζοντας, εφαρμόζοντας και ακόμα επιδιώκοντας να αναπτύξουν περαιτέρω τη μαρξιστική θεωρία για τον καπιταλισμό, το αστικό κράτος, τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, τον ιμπεριαλισμό… Κάποιοι από τους θεωρητικούς άξονες που επιχειρήσαμε να αναδείξουμε είναι οι ακόλουθοι:
Κριτική στις θεωρίες της εξάρτησης, της «πάλης των εθνών», και τις σχετικές αντιλήψεις για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Η ανάλυση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των επεκτατικών του τάσεων και πρακτικών, όψεις της ιστορίας του, η ταξική του διάρθρωση.
Κριτική στον «σοβιετικό μαρξισμό», τον «ευρωκομμουνισμό» και τις θεωρίες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Στο πλαίσιο αυτό, κριτική στη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων», που η υποτιθέμενη λίγο πολύ ανεξάρτητη «ανάπτυξή τους» καθορίζει την εξέλιξη και τον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, οδηγώντας στην «πρόοδο», ερήμην της πάλης των τάξεων.
Η κρίση του Μαρξισμού, η κρίση της Αριστεράς και οι μεταμορφώσεις των κομμάτων με ιστορική αναφορά στον μαρξισμό και το εργατικό κίνημα.
Η παγκοσμιοποίηση, η άνοδος των νέων εθνικισμών και η συστηματική προσέγγιση στη σχέση έθνους και αστικού κράτους, οι θεωρίες του ιμπεριαλισμού.
Οι αναλύσεις για την ύστερη σοσιαλδημοκρατική πολιτική, τον χαρακτήρα του αστικού «κράτους πρόνοιας» με τις επαγγελίες αναδιανομής εισοδήματος, σε αναφορά με την κεϋνσιανή απολογητική του καπιταλισμού.
Οι αγώνες και η ιστορία του εργατικού κινήματος, παλαιότερη και πρόσφατη.
Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός και η νεολαία.
Η κριτική του νεοφιλελευθερισμού, των πάσης φύσεως «εκσυγχρονισμών» και των κοινωνικών αναχρονισμών που αυτοί συνεπάγονται.
Η κριτική προσέγγιση στη δημοκρατία, τα δικαιώματα, τον πολίτη, τη φυλετική διάσταση και τους διάφορους σύγχρονους ρατσισμούς.
Όλα αυτά τα χρόνια, το εγχείρημά μας προσέλκυσε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της μαρξιστικής διανόησης και νεολαίας. Κατέστησε σαφές ότι η επιστημονική μαρξιστική ανάλυση, όπως κι ο διάλογος και η αντιπαράθεση με βάση (και για) τη μαρξιστική θεωρία, περιέχει ένα ανατρεπτικό περιεχόμενο, χρήσιμο τόσο για τα κινήματα, όσο και τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς.
Στα 150 τεύχη του περιοδικού πέρασαν από τις σελίδες του περισσότεροι από 370 συγγραφείς, ενώ δημοσιεύτηκαν περισσότερα από 90 κείμενα σε μετάφραση, μερικά από τα οποία πρωτοδημοσιευόμενα.
Θεωρούμε ότι όλη αυτή την περίοδο των 150 τευχών συμβάλαμε, από τη σκοπιά των επεξεργασιών και θέσεων που δημοσιεύσαμε, στα θεωρητικά μέτωπα εντός της Αριστεράς, αλλά και πέραν αυτής· ότι επομένως, συνεισφέραμε στις υπόγειες διεργασίες που άνοιξαν ρωγμές και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέτρεψαν τις παγιωμένες αντιλήψεις του εθνοκεντρικού κρατικού μεταρρυθμισμού – με τη διαρκή επίκληση μιας «δίκαιης ανάπτυξης» – και των θεωριών της εξάρτησης.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων από όλο το φάσμα του αριστερού πολιτικού χώρου, που αποτελεί δείγμα αυτών των ιδεολογικών-θεωρητικών μετατοπίσεων:
«Η θεωρία περί “εξάρτησης”, άλλοτε σκόπιμα και άλλοτε από επιστημονική ανεπάρκεια, διαστρεβλώνει τη λενινιστική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού […]. Η υιοθέτηση της λανθασμένης θεωρίας της “εξάρτησης” οδηγεί σε συμπεράσματα εξαιρετικά βολικά για την αστική εξουσία: 1) Τη θέση της βασικής αντίθεσης (κεφάλαιο – εργασία) παίρνει η ψευδεπίγραφη αντίθεση “εγχώριο κεφάλαιο – ξένα κεφάλαια”, 2) προτάσσεται ως στόχος πάλης η απόκτηση της “εθνικής ανεξαρτησίας”, ανοίγοντας το δρόμο για κοινό πολιτικό μέτωπο εργατικής τάξης και αστικών δυνάμεων, 3) η ανατροπή του καπιταλισμού και ο σοσιαλισμός παραπέμπεται… στις καλένδες, αφού προέχει ένα μεταβατικό στάδιο δήθεν “φιλολαϊκής διαχείρισης” του καπιταλισμού» (Νίκος Μόττας, «Για το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης», Ριζοσπάστης 19/2/2017).
Η αλλαγή του κλίματος κατά την τελευταία εικοσαετία δεν εκφράστηκε μόνο στο επίπεδο των αναλύσεων, αλλά και στο κινηματικό επίπεδο: την τελευταία εικοσαετία αναπτύχθηκαν πολύμορφα μαζικά κινήματα με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, πέρα από τις προβληματικές της εθνικο-λαϊκής ανεξαρτησιολογίας και αναπτυξιολογίας, των οποίων την προβληματική επιχειρήσαμε να αναδείξουμε μέσα από τις σελίδες των Θέσεων. Θα αναφέρουμε συνοπτικά κάποια από αυτά:
* Οι μαζικές ενωτικές διαδικασίες, που εξελίσσονταν ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1990και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως ως «κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση», με συνθήματα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» και «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», και γρήγορα πήραν μάλιστα οργανωτική μορφή, στο Ελληνικό, το Ευρωπαϊκό και το Παγκόσμιο «Κοινωνικό Φόρουμ».
*Η εξέγερση του Δεκέμβρη 2008, η οποία έδειξε ότι η νεολαία που ζει υπό καθεστώς περιστολής των επιθυμιών και καταστολής της δημιουργικότητας, μπορεί να αποτελέσει αδύναμο κρίκο μέσα στην κρίση. Οι διάφορες εκδηλώσεις, βίαιες και μη, τόσο της νεολαίας, όσο και άλλων κατηγοριών – ιδίως φτωχών και πρεκάριων, αλλά και μεταναστών – έδειξαν ότι ο κόσμος αυτός διατηρεί τη δυνατότητα να αναβαπτίζεται στη συλλογική δράση, να βρίσκει τη «χαρά του κοινού», να επιτίθεται στην εξουσία, να αμφισβητεί την κτηνωδία του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, την παντοκρατορία του χρήματος, την κρατική τρομοκρατία και την αστυνομική αυθαιρεσία που παγίως χαρακτηρίζουν την ελληνική καπιταλιστική κοινωνία.
* Το «κίνημα των πλατειών» από τον Μάιο 2011, το οποίο, πέρα από την πρωτοφανή μαζικότητα, χαρακτηριζόταν από εντελώς πρωτότυπα στοιχεία, όπως ο «συντονισμός» με το αντίστοιχο κίνημα στην Ισπανία (αλλά και την «Αραβική Άνοιξη») και η απαίτηση των διαδηλωτών για αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις. Στο προσκήνιο των κινητοποιήσεων εισέρχονταν νέα κοινωνικά στρώματα, διαφορετικά ή μάλλον πέρα από τον «λαό» της Αριστεράς, των συνδικάτων και των κινημάτων.
* Η αποσάθρωση της κεντρικής πολιτικής σκηνής στις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 (όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέκτησε τη δεύτερη θέση συγκεντρώνοντας 16, 8% των ψήφων), που καταγράφουν πρώτα απ’ όλα την απόρριψη του πολιτικού συστήματος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί την περίοδο μετά το 1977: Τα δύο «μεγάλα κόμματα» του παρελθόντος συγκέντρωσαν αθροιστικά μόλις 32%: ΝΔ 18,8% (-14,6% συγκριτικά με το 2009) και ΠΑΣΟΚ 13,2% (-30,7% συγκριτικά με το 2009), ενώ το 19% των ψηφοφόρων στήριξαν κόμματα που δεν ξεπέρασαν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές.
*Το αντιφασιστικό κίνημα, που κατάφερε να περιθωριοποιήσει την επιρροή της ναζιστικής-εγκληματικής Χρυσής Αυγής και να φέρει την ηγεσία της στο εδώλιο του κατηγορουμένου, σε μια μακρόχρονη δίκη που βαίνει προς το τέλος της.Η θετική αυτή έκβαση είχε σε μεγάλο βαθμό ως υπόβαθρο αφενός τον μαχητικό αντιφασισμό και αντιρατσισμό, τη σύγκρουση με το ναζιστικό μόρφωμα και τους κάθε λογής φασίστες πρώτα από όλα στον δρόμο, και αφετέρου το ευρύτερο αντιφασιστικό μέτωπο, που με συστηματικότητα αντιπαρατάχθηκε στον ρατσιστικό-ξενοφοβικό λόγο και τις αντίστοιχες πρακτικές. Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες και οι αντίστοιχες δομές που δημιουργήθηκαν «από τα κάτω», πέρα από τη λογική των κρατικών δομών και των κρατικά ελεγχόμενων ΜΚΟ.
*Το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, το οποίο αποκάλυψε τη διάθεση της πλειοψηφίας του 61, 3% των ψηφοφόρων για μια διαφορετική πολιτική από την κυρίαρχη. Το οποίο όμως Δημοψήφισμα ήταν εξ αρχής χαμένο, καθώς η κυβέρνηση είχε συμβιβαστεί (μάλιστα πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση) με τις κυρίαρχες τάξεις και είχε ήδη αποδεχθεί το πλαίσιο των ασκούμενων πολιτικών (επισήμως, το αργότερο από τις 20/2/2015, όταν υπογράφτηκε η «ενδιάμεση συμφωνία»). Επιπλέον, το μπλοκ του σχεδόν 39%, κατείχε πολύ περισσότερα από μια μειοψηφία στην κάλπη: κατείχε το κεφάλαιο, τις επιχειρήσεις, σχεδόν ολόκληρο τον τύπο, τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, το κράτος. Ήταν ο ισχυρός πόλος της αντίφασης.Αποτέλεσε εντούτοις το Δημοψήφισμα την καταγραφή μιας ενδεχόμενης διαθεσιμότητας για συναίνεση στην αντίσταση, από μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
3. Για το ξεπέρασμα της ήττας: θεωρητικοί-ιδεολογικοί όροι
Ο κινηματικός κύκλος που ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του 1990 και ανέδειξε ιστορικές στιγμές (και ευκαιρίες) αμφισβήτησης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, ουσιαστικά έκλεισε το 2012 (με το μεγαλειώδες συλλαλητήριο της 12/2/2012). Η ύφεση των μαζικών κινητοποιήσεων που ακολούθησε, κατέληξε το 2015 σε στρατηγική ήττα, με την παρωδία του «κρατικού μεταρρυθμισμού» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Η «πρώτη φορά Αριστερά» δεν επανάφερε καν τον περιορισμένο κρατικό μεταρρυθμισμό του ΠΑΣΟΚ των αρχών της δεκαετίας του 1980. Ήταν απλώς η καρικατούρα της «αλλαγής» του 1981. Διότι καθώς σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου κεφαλαιακού ανταγωνισμού και ανοικτής οικονομικής κρίσης, η στρατηγική του συλλογικού κεφαλαιοκράτη (του αστικού κράτους) δεν ανέχεται παραχωρήσεις προς την εργασία, ο κρατικός μεταρρυθμισμός της κυβερνητικής Αριστεράς πήρε εξ αρχής τη μορφή νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.
Αυτό καθαυτό το γεγονός του εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά βεβαίως ήττα του κινήματος. Μιλάμε για στρατηγική ήττα, διότι δεν αναδείχθηκε κάποιο ισχυρό αντίπαλο δέος απέναντι στις νεοφιλελεύθερες στρατηγικές του κεφαλαίου, και σήμερα δεν υπάρχει κάποιο πολιτικό σχέδιο που να μπορεί να ενεργοποιήσει την εργατική τάξη, τη νεολαία, τους φτωχούς και όσους συνθλίβονται από τις λογικές του κέρδους, σε μια διαδικασία αμφισβήτησης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Συνακόλουθα, ο κοινωνικός και ταξικός συσχετισμός δυνάμεων μετατοπίστηκε εις βάρος του κόσμου της εργασίας και των όρων αναπαραγωγής της ζωής του.
Όμως, η κινηματική περίοδος που προηγήθηκε αποτελεί ακόμα και σήμερα ιδεολογική-συμβολική παρακαταθήκη και μνήμη: Δεν μπήκαμε σε συντηρητικό χειμώνα.
Μια βασική προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της ήττας είναι να διαμορφωθεί μια διαφορετική προσέγγιση στη θεωρία – αλλά και στην πολιτική πρακτική και την οργάνωση.
Μένοντας στο επίπεδο της θεωρίας και της ιδεολογίας, που μας αφορά, πρώτα απ’ όλα πρέπει να απομονωθεί ιδεολογικά το κράμα εθνικισμού-ρεφορμισμού, που όταν κυριαρχεί εντός του κινήματος παίρνει τη μορφή ενός εθνοκεντρικού «αντιιμπεριαλισμού», συνδυασμένη με την επαγγελία της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» ή της «ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας» κ.ο.κ.
Χαρακτηριστική είναι η δοξασία, που καλλιεργήθηκε συστηματικά την περίοδο των μνημονίων και ιδίως μετά το 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε πλέον την κυβέρνηση, περί μετατροπής της Ελλάδας σε «αποικία» (αποικία χρέους), δηλαδή η επαναφορά σε ακραία μορφή της ιδεολογίας της «εξάρτησης». Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η θεώρηση των μνημονίων και της λιτότητας, και πάλι από την «πρώτη φορά Αριστερά», ως «λάθος πολιτικής», που στραγγαλίζει την «ανάπτυξη».
Και οι δύο θεωρήσεις καταλήγουν στο ίδιο σημείο: Αντιλαμβάνονται την πολιτική σύγκρουση ως κυρίως σύγκρουση ανάμεσα στην «Ελλάδα» και τις «ξένες δυνάμεις» (τη Γερμανία, την ΕΕ, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό), θεωρώντας ότι το ζητούμενο είναι μια «εθνική στρατηγική» που θα συγκεράσει τα συμφέροντα όλου του πληθυσμού (τα συμφέροντα κεφαλαίου και εργασίας κ.ο.κ.), για το καλό «της χώρας»: την ανεξαρτησία και την ανάπτυξη. Η «πάλη των εθνών» στη θέση της πάλης των τάξεων, στην πιο ακραία μορφή της.
Συγκαλύπτεται έτσι αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά: Ότι το (αστικό) κράτος αποτελεί το κέντρο πολιτικής συμπύκνωσης της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας, μιας εξουσίας ταυτόχρονα οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής. Ότι ζητούμενο για την επαναστατική Αριστερά είναι να δημιουργήσει όρους για την «καταστροφή του κράτους» (Λένιν): να το καταστήσει διαπερατό στα λαϊκά συμφέροντα, απονεκρώνοντας τις λειτουργίες του, που συγκροτούν δομές άσκησης της καπιταλιστικής εξουσίας, υπάγοντάς τες σε ευρύτερες δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων από την κοινωνία.
Το κράτος αποτελεί θεμελιώδη δομή της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας, και όχι τον παράγοντα που «προστατεύει» τη «χώρα» απέναντι σε «ξένες απειλές και εξαρτήσεις», όπως θέλουν τα αστικά ιδεολογήματα περί κοινών συμφερόντων και κοινών στρατηγικών επιδιώξεων «όλων των Ελλήνων» (για «ανάπτυξη», «ορθολογική οργάνωση της παραγωγής», κλπ.).
Όλες οι αντιλήψεις περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης», όση «φιλολαϊκή» ρητορεία κι αν επιστρατεύουν, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να επαγγέλλονται την «ανάπτυξη» του ελληνικού καπιταλισμού.
Πρόκειται επομένως για φενάκη: ο καπιταλισμός αποτελεί κοινωνικό σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης, πολιτικής εξουσίασης και ιδεολογικής χειραγώγησης της εργασίας από το κεφάλαιο. Αυθορμήτως τείνει να παράγει και να αναπαράγει εξουσιαστικές ιεραρχίες και μια αδυσώπητη πόλωση φτώχειας και πλούτου, η έκταση της οποίας καθορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τον συσχετισμό των δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η «ιδεολογία της ανάπτυξης» συνιστά έτσι απολογητική ιδεολογία, που συναρθρώνεται αρμονικά με την παρουσίαση των κοινωνικών αντιθέσεων ως απότοκου της «πάλης των εθνών» (η χώρα απέναντι στα ξένα συμφέροντα), μέσα από τη φιλολογία περί «εξάρτησης». Τα Μνημόνια δεν είναι παρά οι στρατηγικές της κυρίαρχης τάξης για αναδιανομή πλούτου, εισοδήματος και δικαιωμάτων υπέρ του κεφαλαίου.
Για να διατυπώσουμε το ίδιο ζήτημα με διαφορετικό τρόπο, ο πραγματικός πολιτικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης είναι το καπιταλιστικό κράτος ως όλον. Τα αστικά πολιτικά κόμματα αποτελούν μόνο με τη μεταφορική έννοια του όρου τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης. Τα αστικά κόμματα, ή καλύτερα το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί απλώς ένα τμήμα αυτού του κράτους, επιτελεί μια επί μέρους λειτουργία στο πλαίσιό του: Την οργάνωση της λαϊκής αντιπροσώπευσης, την αναπαραγωγή της συναίνεσης στην αστική πολιτική (και κοινωνική) κυριαρχία, μέσα από την κοινοβουλευτικοποίηση των διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών και αιτημάτων και την ενσωμάτωσή τους στο πλαίσιο της αστικής-κρατικής στρατηγικής. Το κοινοβουλευτικό φιλτράρισμα των διαφορετικών ταξικών πρακτικών (δηλαδή των πρακτικών όχι μόνο της αστικής τάξης και των συμμάχων της, αλλά και της εργατικής τάξης και των συμμάχων της) κάνει έτσι δυνατή την αντιπροσώπευσή τους μέσα στο κράτος, επιτρέπει δηλαδή τελικά την υποταγή τους στο γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, που παρίσταται με τη μορφή του «εθνικού συμφέροντος».
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν μπορεί να αποτελεί οργανικό συστατικό μέρος της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος αντιπροσώπευσης, αλλά πρέπει να δρα εντός αυτού ως η στρατηγική αναίρεσής του (στην κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας και της «καταστροφής του κράτους»), ως το αντίπαλο δέος του, δηλαδή σε αντιπαλότητα με τους μηχανισμούς, τις πολιτικές και τις ιδεολογίες που «αντιπροσωπεύοντας» τις λαϊκές τάξεις τις υποτάσσουν συναινετικά στο μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον. Η ιστορική πείρα έχει δείξει ότι οι κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν να γίνουν έμπρακτα φορείς αμφισβήτησης του καπιταλισμού, και επομένως φορείς κοινωνικού μετασχηματισμού, δηλαδή οι δυνάμεις της εργασίας – αλλά και όσοι αμφισβητούν την καπιταλιστική μορφή οργάνωσης της εργασίας – χρειάζεται να υπερβούν την «προσήλωση στον κοινοβουλευτικό δρόμο» για να αλλάξουν τον κόσμο.
Είναι λοιπόν αδιανόητο για την Αριστερά, και μάλιστα για κάποια τμήματά της που αυτοπροσδιορίζονται ως «επαναστατική Αριστερά», να θεωρούν πως αν ο πραγματικός πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος, αποκτήσει το «δικό του» εθνικό νόμισμα, τη «νέα δραχμή», θα ανοίξει ο δρόμος για την κοινωνική αλλαγή! Η υποτιθέμενη στρατηγική «προστασίας της χώρας» από τα «ξένα συμφέροντα», πολύ απλά θα ανοίξει έναν «εναλλακτικό δρόμο» μετακύλισης του κόστους του κεφαλαίου στις πλάτες των εργαζομένων.
Η αποδόμηση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος με την προβλεπόμενη ιδιωτικοποίηση-κεφαλαιοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των εισφορών, οι φοροαπαλλαγές και εισφοροαπαλλαγές υπέρ των επιχειρήσεων τις οποίες θα κληθεί να πληρώσει η εργασία, το πράσινο φως στην ωμή αστυνομική βία και καταστολή και όλα τα άλλα μέτρα της κυβέρνησης των «αρίστων» εκπροσώπων της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά από μια Αριστερά που με σαφείς αντικαπιταλιστικές πρωτοβουλίες και προτάγματα θα εμπνεύσει και θα διεγείρει τους αγώνες των υποτελών τάξεων.
Διαφορετικά, η ανά τετραετία ή οκταετία ταλάντωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τη Δεξιά στη νεοφιλελεύθερη Κεντροαριστερά θα διαιωνίζει την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μεσαίωνα.
Με τη διαπίστωση ότι τα θεωρητικά μέτωπα που ανοίχτηκαν μέσα από τις σελίδες των Θέσεων παραμένουν ανοικτά, κλείνουμε αυτή τη σύντομη αποτίμηση της πορείας 150 τευχών του περιοδικού μας, απευθύνοντας πρόσκληση σε όσους και όσες συμμερίζονται τις προβληματικές μας, να συμβάλουν στην από δω και πέρα πορεία των Θέσεων.
1 ΚΕΜΕΔΙΑ [Κέντρο Μελετών και Διαφωτισμού ΠΑΣΟΚ], «Πρόλογος» σε Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, Μετάβαση στο σοσιαλισμό. Προβλήματα + στρατηγική για το ελληνικό κίνημα, Γραφείο εκδόσεων ΚΕΜΕΔΙΑ-ΠΑΣΟΚ, έκδοση τέταρτη, Μάρτης 1982: 7.
2 ΠΑΣΟΚ, «Η Απόφαση της 10ης Συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής», σε Θεσμικές αλλαγές και σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, Αθήνα 1983: 53.
3 «Η διαδικασία του Προγραμματισμού στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής μετάβασης συνδέεται άρρηκτα με τον εκδημοκρατισμό στην κοινωνική και πολιτική ζωή, με την κοινωνική δικαιοσύνη, και την αυτοδύναμη οικονομική κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη» (ΠΑΣΟΚ 1983, όπ.π.: 89).
4 «Η ζωή δικαίωσε και δω το ΚΚΕ, που όλα αυτά τα χρόνια τόνιζε ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει από την κατάσταση υποανάπτυξης και καθυστέρησης […] μόνον όταν απαλλαγεί από την ξένη εξάρτηση, όταν κάνει ριζική στροφή στην οικονομική πορεία του Έθνους και θέσει τις βάσεις αυτοτελούς ανεξάρτητης ανάπτυξης και εκβιομηχάνισής της και σταθερής ανόδου του βιοτικού επιπέδου του λαού» (Κώστας Κολιγιάννης, Έκθεση της ΚΕ στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, 1961: 53).
5 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ντοκουμέντα, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Δεκέμβριος 1982.