Σπύρος Λαπατσιώρας
Στο thetoc.gr1) Τις τελευταίες ημέρες έχει εμφανιστεί ένα δημοσίευμα των Financial Times, το οποίο επικαλείται πλήροφορίες του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών είναι 20-22 δισ. για την επόμενη τριετία. Την ίδια στιγμή η BlackRock κάνει λόγο για περίπου 5.5 δισ. ευρώ. Γιατί πιστεύετε ότι μπορεί να έχει ανακύψει ένα τέτοιο θέμα;
2) Πιστεύετε ότι το ΔΝΤ μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα ενδεχόμενο τραπεζικό πρόβλημα της Ελλάδας ως μοχλό για να πετύχει μια αναδιάρθρωση ή ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους;
Απαντήσεις
1) Να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με διεθνή δημοσιεύματα, το ΔΝΤ διαψεύδει ότι αποτελεί θέση του μία τέτοια εκτίμηση. Επίσης να σημειώσουμε ότι και η ΕΚΤ, πάντα σύμφωνα με δημοσιεύματα, έχει διατυπώσει αντιρρήσεις στην υποεκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών ώστε ένα τμήμα του υπολοίπου που διαθέτει το ΤΧΣ να χρησιμοποιηθεί για άλλες ανάγκες κάλυψης του χρηματοδοτικού κενού. Έχοντας αυτά στο μυαλό μας, μπορούμε να προσεγγίσουμε μία αντικειμενική βάση ερμηνείας των αποκλίσεων των εκτιμήσεων που εμφανίζονται στα δημοσιογραφικά μέσα.
Πρώτο, επειδή η διαδικασία εκτίμησης των κεφαλαιακών αναγκών είναι μία διαδικασία με πολλές παραμέτρους, η οποία εξαρτάται και από την ίδια την “τεχνική” κάλυψης κεφαλαιακών αναγκών (για παράδειγμα η υλοποίηση μίας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου μειώνει τις ανάγκες εξεύρεσης κεφαλαίων από άλλες πηγές) είναι δυνατόν να εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις ανάλογα με τις εκτιμήσεις των παραμέτρων. Με άλλα λόγια, το μακροοικονομικό περιβάλλον, ή ύφεση ή η μεγέθυνση και το ύψος των ρυθμών αυτών καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Από την άλλη, όσο μειώνεις τις αντοχές του συστήματος (π.χ ύψος Core Tier I) μειώνονται και οι ανάγκες σε κεφάλαιο. Σε κάθε περίπτωση τα 20δισ. είναι ένα υπερβολικά μεγάλο ποσό που δύσκολα μπορεί αν στηριχθεί ακόμη και με αρκετά απαισιόδοξες τιμές για όλες τις παραμέτρους, ωστόσο ένα διψήφιο νούμερο θα ήταν δυνατόν να προκύψει σε ένα δυσμενές σενάριο.
Δεύτερο και πιο σημαντικό. Ένα στοιχείο το οποίο αποτελεί κεντρικό στοιχείο για οποιαδήποτε συζήτηση που αφορά τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος σε συνδυασμό με το ρόλο του ως χρηματοδότη της οικονομικής μεγέθυνσης και το οποίο δεν εμφανίζεται στη σχετική συζήτηση άμεσα. Όρος για επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ρυθμούς (βιώσιμης) μεγέθυνσης αποτελεί το να σταματήσει η διαδικασία απομόχλευσης στην οποία έχει περιέλθει. Επομένως το να συζητάμε για τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών χωρίς να έχει προσδιοριστεί ένα σαφές σύστημα το οποίο να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο που εγγυάται την αναπτυξιακή προοπτική, αποτελεί τουλάχιστον πολύ βιαστική, πρωθύστερη, συζήτηση, η οποία το λιγότερο που κάνει είναι να δίνει τροφή σε αποκλίνουσες εκτιμήσεις σαν αυτές που αναφέρατε. Ένα τέτοιο σύστημα αποτελεί προϋπόθεση για μία εύλογη εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών στο μεταβαλλόμενο και ασταθές διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον που θα κινηθούν, με άλλα λόγια αποτελεί προϋπόθεση – εκ των ουκ ανευ – για ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα το οποίο θα μπορεί να χρηματοδοτήσει τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας σήμερα είναι τέτοιες που ο χειρότερος σύμβουλος είναι η βιασύνη, η μη-ολοκληρωμένη προσέγγιση, οι υπερ-αισιόδοξες ή υπερ-απαισιόδοξες εκτιμήσεις και ειδικά η υποταγή απλά στον εκλογικό πολιτικό κύκλο χωρίς όραμα για το μέλλον.
2) Ως προς το δεύτερο ερώτημα, Είναι σαφές ότι ένα μεγάλο ύψος κεφαλαιακών αναγκών καθιστά το δίλημμα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους η νέο δάνειο (η και την αναλογία του μίγματος) πιο οξύ, ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσει κανείς την αυτονομία που έχει το τραπεζικό πρόβλημα και τη σημαντικότητά του για τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας – μία βιαστική λύση τώρα, απλά θα μεταθέσει χρονικά το πρόβλημα ή θα δημιουργήσει ένα καχεκτικό σύστημα για αρκετά χρόνια σε ένα ασταθές, επαναλαμβάνω, μακροοικονομικό περιβάλλον ενώ επείγει το τέλος της διαδικασίας απομόχλευσης. Η συγκεκριμένη προσέγγιση που ακολουθείται, της συνεχούς υποεκτίμησης των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας έτσι ώστε να εξυπηρετούνται πολιτικοί στόχοι και λογικές, έχει γίνει εμφανές ότι “ενοχλεί” το ΔΝΤ και όχι μόνο.