Βασίλης Δρουκόπουλος
Στην ΑυγήΔεν ασχολούμαστε με τους πολύ φτωχούς. Είναι μακριά από τη σκέψη μας και πρέπει να προσεγγίζονται μόνον από τον στατιστικό ή τον ποιητή
Ε.M. Φόρστερ
Αυτή τη χρονιά συμπληρώνεται ένας αιώνας από την πρώτη κυκλοφορία του μυθιστορήματος του Ρόμπερτ Τρέσελ «Οι φιλάνθρωποι με τα κουρελιασμένα παντελόνια» (The Ragged Trousered Philantropists). Πρόκειται για έργο-ορόσημο που σφράγισε τη διαπαιδαγώγηση της, αγγλοσαξωνικής κυρίως, εργατικής τάξης. Ένα βιβλίο – πολιτικό εργαλείο για τον σοσιαλισμό, που δίκαια του απονέμεται η ιδιότητα της «επαναστατικής αξίας χρήσης», κατά την προσφυή έκφραση του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Η πλοκή βασίζεται στην αυτοβιογραφική εξιστόρηση του Ρόμπερτ Νούναν (με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ρόμπερτ Τρέσελ) στη φανταστική πόλη Μάγκσμπορο, που φαίνεται να ταυτίζεται με το Χάστινγκς της νότιας Αγγλίας. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην εδουαρδιανή εποχή των αρχών του 20ού αιώνα γύρω από τη ζωή ενός μέρους της εργατικής τάξης -των ελαιοχρωματιστών και γενικών οικοδομικών καθηκόντων- και του περιβάλλοντός της. Η βασική καταγραφή αφορά τις πολυεπίπεδες σχέσεις μεταξύ των εργαζόμενων και των εργοδοτών.
Το κεντρικό ζήτημα του μυθιστορήματος είναι η μη-(ή η ελάχιστη) ανταπόκριση μελών της εργατικής τάξης στο προσκλητήριο για να καθορίσουν τα ίδια μια άλλη ζωή σε μια διαφορετική κοινωνία. Τα περιστασιακά ξέφωτα αντίδρασης στην εργοδοτική εκμετάλλευση δείχνουν ότι οι εργάτες δεν ήταν απλώς σβώλοι πηλού. Πάλι όμως, όλα αυτά ήταν οάσεις από μικρές πράξεις αντίστασης κι όχι ανατρεπτικές εκδηλώσεις.
Υπάρχει και ένα άλλο μυθιστόρημα, γιαπωνέζικο αυτή τη φορά, γραμμένο από τον Τακίτζι Κομπαγιάσι, «Το πλοίο με τα καβούρια» [Kani kōsen (1929)] ή «Το πλοίο-εργοστάσιο», όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά. Ο συγγραφέας βασίζεται σε αληθινό γεγονός του 1926 για να αφηγηθεί την ιστορία που εκτυλίσσεται σ’ ένα γιαπωνέζικο πλοίο-εργοστάσιο που πλέει στη θάλασσα του Οχότσκ. Μια σύζευξη επιθετικού ιμπεριαλιστικού-μιλιταριστικού επεκτατισμού, αδιάλλακτης εθνοκαπηλίας και στυγνής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το πλοίο μεταφέρει οκτώ μηχανότρατες των οποίων οι ψαράδες αλιεύουν καβούρια ενώ άλλοι εργάτες τα επεξεργάζονται και τα κονσερβοποιούν. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης είναι φρικτές.
Στο υστερόγραφο του βιβλίου ο Κομπαγιάσι προσθέτει ότι στη δεύτερη συντονισμένη μαζική απεργία τους οι εργάτες και οι ψαράδες πέτυχαν τη νίκη που δεν μπορούσαν καθόλου να φανταστούν. Αντίθετα, στους «Φιλανθρώπους» οι εργάτες ποτέ δεν είχαν αποτολμήσει κάτι ανάλογο…
Τι σχέση έχουν οι αναγνώσεις αυτών των δύο βιβλίων με τα καθ’ ημάς; Στις μέρες μας η προπαγανδιστική μηχανή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, στην Ελλάδα και αλλού, με σκοπό την ουσιαστική διατήρηση της λιτότητας με την καταστροφή των πολλών και τον θρίαμβο των ολίγων, εκτός από τις κλασικές μεθόδους (κρατική βία, φαλκίδευση αστικών δικαιωμάτων, παραβιάσεις του Συντάγματος κ.α.), μετέρχεται τα εξής τεχνάσματα:
* Την ενστάλαξη της ιδέας της κοινής πορείας, του εθνικού συμφέροντος και της συλλογικής υποχρέωσης για την εξασφάλιση συγκατάθεσης και υποταγής. («Είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα». Το θέμα όμως είναι το ποιος τραβάει κουπί.)
* Τη μετάδοση της «αρετής» της ιδιώτευσης, σύμφωνα με την οποία ο κάθε πολίτης θα πρέπει να μάθει ότι οφείλει να δρα και να είναι ατομικά υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του (π.χ. δαπάνες για την υγεία και παιδεία).
* Την εμφύσηση μιας προσδοκίας επίτευξης, ποσοτικών ή μη, στόχων (π.χ. πρωτογενές «πλεόνασμα», έξοδος στις αγορές).
* Την επίτευξη ενός περιορισμού της ορατότητας της αντίστασης με την απολυμαντική διοχέτευσή της σε πιο έμπιστα καθεστωτικά ΜΜΕ και ταυτόχρονα την ενίσχυση της κυριαρχίας των ιδιωτικών συμφερόντων (π.χ. μαύρο στην ΕΡΤ).
* Την ανάδειξη της λιτότητας σε ενάρετη αναγκαιότητα και καθαρτική/εξιλαστήρια ανθρωποθυσία με βάση το «μαζί τα φάγαμε» σκεπτικό.
Η σύζευξη του οικονομικού στοιχείου με το ηθικολογικό επιδιώκει την αποτροπή φορτικών και διλημματικών ερωτημάτων και την άμβλυνση της ευαισθητοποίησης σε κοινωνικά θέματα. Σε συνδυασμό με την καλλιέργεια και την εξάπλωση της στωικότητας, του κυνισμού, του σκεπτικισμού, της παθητικής αδιαφορίας αποβλέπει στην εξατομίκευση της αγανάκτησης, στην απόσυρση και αποδέσμευση από την πολιτική ενασχόληση, στην αποφυγή δημόσιας κινητοποίησης και, τελικά, κοινωνικής έκρηξης.
Για την έλλειψη μαζικής αντίδρασης είναι υπεύθυνη η στρεβλή καταγραφή και η παραμορφωμένη αποτύπωση της πραγματικότητας; Είναι η διστακτικότητα και η απουσία πειστικού εναλλακτικού λόγου; Είναι η αναποφασιστικότητα, η αβουλία ή ο φόβος από τις όποιες μελλοντικές ριζικές μεταβολές; Είναι η αίσθηση ανασφάλειας όσων διατηρούν ακόμα μια θέση εργασίας και βαρύνονται με δόσεις δανείων και δυσβάστακτων φόρων; Είναι η παραλυτική εξάντληση ή η μοιρολατρία που έχει κυριεύσει τους άνεργους; Είναι η ελπίδα ότι σύντομα θα καταφέρουμε να δέσουμε σε υπήνεμο λιμάνι επειδή τάχα έχουμε περάσει τον κάβο; Είναι όλα αυτά μαζί; Ή και άλλα επιπλέον; Οι θηλιές, οι παγίδες και οι εγκλεισμοί είναι εδώ παρόντα, όπως όμως είναι εν δυνάμει παρούσες οι αποδράσεις και οι επικείμενες ανατροπές.
* Ο Βασίλης Δρουκόπουλος είναι οικονομολόγος. (Η ολοκληρωμένη μορφή του άρθρου θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού “Θέσεις”, Νο. 127, Απρίλιος / Ιούνιος 2014)